Κινήσεις ώστε απαντήσει στις κατηγορίες περί διευκόλυνσης της Ρωσίας στην προσπάθειά της να επηρεάσει το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, κάνει η Google, καθώς ο ρόλος των τεχνολογικών εταιριών βρίσκεται υπό διερεύνηση από το FBI και την αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας των ΗΠΑ.
Η διοίκηση της Google θέλοντας να αποφύγει μελλοντικές επιπλοκές, στη βάση αδυναμίας παρακολούθησης και αποτυχίας σήμανσης και ενημέρωσης των αρχών για τις πρακτικές που ακολουθούσαν ειδησεογραφικά portals και πρακτορεία ειδήσεων της Ρωσίας, στις ΗΠΑ, αποφάσισε την «υποβάθμιση» (derank) των ειδήσεων στο internet που προέρχονται από το Russia Today (RT) και το Sputnik.
Όπως αναφέρει το BBC, ο πρόεδρος της Alphabet (στην οποία υπάγεται η Google), Έρικ Σμιντ, δήλωσε ότι ο κολοσσός των μηχανών αναζήτησης πρέπει να διαχειριστεί το θέμα της εξάπλωσης παραπληροφόρησης μέσω του Ίντερνετ. Υπενθυμίζεται πως το RT έχει χαρακτηριστεί από αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών ως «ελεγχόμενη από το ρωσικό κράτος μηχανή προπαγάνδας». Από πλευράς τους, το RT και το Sputnik κάνουν λόγο για λογοκρισία σε βάρος τους από τη Google.
Μιλώντας στο Halifax International Security Forum, ο Σμιντ είπε πως «εργαζόμαστε για τον εντοπισμό αυτού του είδους των σεναρίων…και υποβαθμίζουμε τα sites τέτοιου είδους», κατονομάζοντας το RT και το Sputnik. «Είμαι πολύ έντονα αντίθετος στη λογοκρισία…είναι μια πολύ λογική ερώτηση το πώς αξιολογούμε…και κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, μέσω εκατομμυρίων και εκατομμυρίων αξιολογήσεων (rankings) κάθε μέρα» είπε ο Σμιντ, προσθέτοντας ωστόσο ότι ο αγώνας για τη συνεχή προσαρμογή των αλγορίθμων της Google έτσι ώστε να εντοπίζουν τις πληροφορίες που χρησιμοποιούνται ως όπλα είναι μια συνεχής διελκυστίνδα, καθώς αυτοί που επιδιώκουν να ελέγξουν την ατζέντα των ειδήσεων «αποκτούν και αυτοί καλύτερα εργαλεία».
Η Google είχε κατηγορηθεί από εμπεριστατωμένη έρευνα πανεπιστημίων για προσπάθεια επηρεασμού της κοινής γνώμης υπέρ της Χίλαρι Κλίντον και κατά του Μπένι Στάντερς στη μεταξύ τους αντιπαράθεση για το χρίσμα των Δημοκρατικών, κατηγορίες που αν και τις αρνήθηκε, εν τέλει επιβεβαιώθηκαν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το RT και το Sputnik αναγκαστηκαν να δηλωθούν στις ΗΠΑ ως “ξένοι πράκτορες” μετά τις αποκαλύψεις για τη δράση τους το 2016 κατά τη διάρκεια των αμερικανικών εκλογών. Η απόφαση αυτή οδήγησε σε αντίποινα από τη Ρωσία στο CNN και ευρωπαϊκά media.
Η αρχισυντάκτρια του Sputnik και του RT, Μαργκαρίτα Σιμονιάν, δήλωσε πως «είναι καλό να έχουμε τη Google “on record” να αψηφά τη λογική: Δεν επιτρέπονται τα γεγονότα εάν προέρχονται από το RT, “επειδή είναι Ρωσία”- ακόμα και αν έχουμε τη Google να παραδέχεται επίσημα στο Κογκρέσο ότι δεν έχουν βρει στοιχεία χειραγώγησης της πλατφόρμας τους ή παραβιάσεων πολιτικής από το RT».
Επίσης, ο Αντρέι Σβίντσοφ, αναπληρωτής πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής της Δούμα όσον αφορά στην πολιτική σε θέματα πληροφοριών, πληροφορικής και επικοινωνιών έκανε λόγο για «μια ανοιχτή μορφή πληροφοριακού πολέμου- έναν βομβαρδισμό, μια ευθεία επίθεση» εναντίον των ρωσικών ΜΜΕ.
Υπενθυμίζεται πως τον Οκτώβριο το Twitter είχε ανακοινώσει ότι δεν θα επέτρεπε πλέον διαφημίσεις από το RT και το Sputnik.