Το προφίλ και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σκιαγράφησε με την ομιλία του στη 2η Ευρω-Αραβική Διάσκεψη ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, εστιάζοντας στην αναπτυξιακή δυναμική που αναπτύσσεται και στην πρόκληση εδραίωσής της, ενώ παράλληλα αναφέρθηκε στα ορόσημα και κομβικά σημεία που θα κρίνουν την επίτευξη των αναπτυξιακών και δημοσιονομικών στόχων. Παράλληλα όμως εστίασε στην ανάγκη ισχυροποίησης και κατοχύρωσης της ανεξαρτησίας των θεσμών, τοποθέτηση που έρχεται λίγο μετά την εμπλοκή με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Η ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα, ήταν πολιτικά ισορροπιστική και ουδέτερη, επιχειρώντας μια σχεδόν τεχνοκρατική προσέγγιση της κατάστασης και δίνοντας αρκετό βάρος στη συντελεσθείσα πρόοδο, ενώ απέφυγε να εμβαθύνει στους κινδύνους.
Όπως επισήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, η χώρα έχει εισροές από κοινοτικά προγράμματα 35,9 δισ. ευρώ από το 2014 έως το 2020, ήτοι το 20% του ΑΕΠ του 2016.
Σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας μείζονος σημασίας είναι η έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων για τη δημιουργία ενός ακόμη πιο φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Ο Γιάννης Στουρνάρας διατύπωσε και τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας για την ανάπτυξη, προβλέποντας επέκταση του ΑΕΠ με 1,7% το 2016 και 2,4 και 2,7% αντίστοιχα για τα έτη 2018-19.
Παράλληλα, εξέφρασε την πεποίθηση ότι «η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε ελκυστικό προορισμό επενδύσεων», καθώς «η οικονομική πολιτική είναι και θα παραμείνει συνετή». Κι αυτό, όπως είπε, διότι η Ε.Ε θα συνεχίσει την αυστηρή παρακολούθηση στο πλαίσιο της εποπτείας που θα υπάρχει μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, όπως ήδη προβλέπεται για τα κράτη-μέλη που υπάγονται σε πρόγραμμα και έχουν σχετικά υψηλό δημόσιο χρέος.
Ιδιαίτερη έμφαση και έκταση έδωσε στη λειτουργία των θεσμών, θέλοντας προφανώς να στείλει μήνυμα στην πολιτική ηγεσία και στους εταίρους. Μεταξύ άλλων ο Γιάννης Στουρνάρας αναφέρει ότι οι θεσμοί έχουν βελτιωθεί σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια των ετών. Για παράδειγμα, έχει κατοχυρωθεί νομοθετικά η ανεξαρτησία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) και της νέας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της κρίσης δημιουργήθηκαν νέα θεσμικά όργανα και ρυθμιστικές αρχές. Για παράδειγμα, η δημιουργία του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής και του Δημοσιονομικού Συμβουλίου βελτιώνει την εποπτεία των δημόσιων οικονομικών. Ωστόσο, πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά σε διάφορους τομείς.
η ορθή λειτουργία των θεσμών έχει σημασία για την οικονομική ανάπτυξη και επιτρέπει στις χώρες να αντεπεξέρχονται σε σημαντικές προκλήσεις, επειδή επηρεάζουν τα κίνητρα των ατόμων και των επιχειρήσεων ώστε να επενδύουν σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, σε τεχνολογία και στην οργάνωση της παραγωγής. Όπως έχει επισημανθεί στο σημαντικό έργο των Acemoglu and Robinson (2012), οι θεσμοί μπορούν να αυξήσουν τη συνολική οικονομική ανάπτυξη και να αμβλύνουν τις εισοδηματικές ανισότητες, επειδή εγγυώνται την προστασία των εμπράγματων και των ενοχικών δικαιωμάτων, παρέχοντας κίνητρα για επενδύσεις και καινοτομίες, ενώ το κράτος από την πλευρά του παρέχει επαρκή εκπαίδευση και ποσοτικά και ποιοτικά επαρκείς δημόσιες υποδομές που θα επιτρέψουν στα άτομα και στις επιχειρήσεις να ευδοκιμήσουν.
Ως εκ τούτου, οι αποτελεσματικοί θεσμοί επιτρέπουν την ανάπτυξη και τη μείωση της φτώχειας, ταυτόχρονα όμως ισχύει και το αντίστροφο: η οικονομική και κοινωνική πρόοδος διευκολύνει τη βελτίωση των θεσμών. Οι αποτελεσματικοί θεσμοί βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα πλην τιμών και κόστους, ενισχύουν την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και μειώνουν τον κίνδυνο χώρας, οδηγώντας σε αύξηση των εγχώριων και ξένων επενδύσεων. Συνεπώς, εκτός από τη μακροοικονομική και δημοσιονομική προσαρμογή, η αυξημένη οικονομική ευελιξία μέσω της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων και οι υγιείς θεσμοί οδηγούν σε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, ταχύτερη ανάκαμψη μετά από δυσμενείς διαταραχές και υψηλότερη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Οι θεσμοί έχουν βελτιωθεί σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια των ετών. Για παράδειγμα, έχει κατοχυρωθεί νομοθετικά η ανεξαρτησία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) και της νέας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της κρίσης δημιουργήθηκαν νέα θεσμικά όργανα και ρυθμιστικές αρχές. Για παράδειγμα, η δημιουργία του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής και του Δημοσιονομικού Συμβουλίου βελτιώνει την εποπτεία των δημόσιων οικονομικών. Ωστόσο, πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά σε διάφορους τομείς.
Σύμφωνα με το Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας 2017-2018 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 87η θέση μεταξύ 137 χωρών όσον αφορά την ποιότητα των θεσμών. Η Ελλάδα κατατάσσεται σε αρκετά χαμηλή θέση ως προς την αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών, το βάρος των διοικητικών ρυθμίσεων και την αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου για την επίλυση διαφορών και την αμφισβήτηση κανονισμών. Επιπλέον, σύμφωνα με το δείκτη «ευχέρειας του επιχειρείν» που καταρτίζει η Παγκόσμια Τράπεζα σχετικά με τους όρους ίδρυσης μιας επιχείρησης, η θέση της Ελλάδος έχει βελτιωθεί σημαντικά μεταξύ 2011 και 2017 (από 148η το 2011 σε 37η το 2017), αλλά παραμένει χαμηλή σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Ως εκ τούτου, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, στη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης, στη μείωση της γραφειοκρατίας, στη μείωση του κόστους συμμόρφωσης στο κανονιστικό πλαίσιο και στη διασφάλιση της προβλεψιμότητας και της σταθερότητας της νομοθεσίας, στη μείωση των εμποδίων εισόδου στους κλάδους δικτύων υποδομών, στο λιανικό εμπόριο και στα ελεύθερα επαγγέλματα, και στην ενίσχυση της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης. Όσον αφορά τις ανεξάρτητες αρχές, είναι σημαντικό να ενισχυθεί ο ρόλος και η διοικητική και οικονομική αυτονομία, καθώς και η λογοδοσία προς τη Βουλή, των αρχών που είναι αρμόδιες για τη ρύθμιση, την εποπτεία και τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού στις αγορές.
Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιηθούν συνεπάγονται μικρότερο βραχυπρόθεσμο κόστος σε σχέση με εκείνες που εφαρμόστηκαν νωρίτερα στο πρόγραμμα (δηλ. μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο ασφαλιστικό). Όμως, λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν συνέργειες με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη εφαρμοστεί, οι επερχόμενες μεταρρυθμίσεις αναμένεται να αποδώσουν άμεσα καθαρά οφέλη όσον αφορά την ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη.
Επιπλέον, οι ευέλικτες οικονομικές δομές και οι καλύτεροι θεσμοί όχι μόνο οδηγούν σε υψηλότερη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, αλλά και μειώνουν την πιθανότητα σοβαρών υφέσεων.
Για το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ο Γιάννης Στουρνάρας ανέφερε ότι τα στοιχεία δείχνουν μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), γεγονός που οφείλεται κυρίως σε διαγραφές δανείων. Ωστόσο, όπως υπογράμμισε, οι τράπεζες πρέπει να αξιοποιήσουν όλα τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους προκειμένου να μειώσουν τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού και, ειδικότερα, να επιταχύνουν την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Για να επιταχυνθεί η μείωση του όγκου μη εξυπηρετούμενων δανείων, η νέα πλατφόρμα ηλεκτρονικών πλειστηριασμών θα πρέπει να καταστεί πλήρως λειτουργική το ταχύτερο δυνατόν. Ιδιαίτερη έμφαση, όπως τόνισε, πρέπει επίσης να δοθεί στην αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων και στην εκκαθάριση των μη βιώσιμων.
Στον τραπεζικό τομέα, ο μεγάλος όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και το πρόβλημα των στρατηγικών κακοπληρωτών εμποδίζουν το τραπεζικό σύστημα να χρηματοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη. Ήδη έχουν θεσπιστεί όλα τα αναγκαία μέτρα και έχει αναμορφωθεί το κανονιστικό πλαίσιο προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικής και γρήγορης επίλυσης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όπως ανέφερα προηγουμένως, τα εισερχόμενα στοιχεία δείχνουν μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), γεγονός που οφείλεται κυρίως σε διαγραφές δανείων. Ωστόσο, οι τράπεζες πρέπει να αξιοποιήσουν όλα τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους προκειμένου να μειώσουν τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού και, ειδικότερα, να επιταχύνουν την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Για να επιταχυνθεί η μείωση του όγκου μη εξυπηρετούμενων δανείων, η νέα πλατφόρμα ηλεκτρονικών πλειστηριασμών θα πρέπει να καταστεί πλήρως λειτουργική το ταχύτερο δυνατόν. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει επίσης να δοθεί στην αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων και στην εκκαθάριση των μη βιώσιμων. Με αυτό τον τρόπο, θα απελευθερωθούν πόροι που μπορούν να κατευθυνθούν σε νέες και υπάρχουσες υγιείς επενδυτικές και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη. Ο πρόσφατος εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου καθιστά δυνατή τη συνεργασία των τραπεζών με τις εταιρίες διαχείρισης δανείων και με διάφορους μη-τραπεζικούς φορείς και ιδιώτες επενδυτές, όπως επιχειρήσεις ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων, για την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων.
Επιγραμματικά αναφέρθηκε στην ανάγκη υιοθέτησης ενός διαφορετικού μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής με έμφαση στην περικοπή αντιπαραγωγικών κρατικών δαπανών, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για μειώσεις φόρων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει την υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην περικοπή των αντιπαραγωγικών δαπανών και την αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της περιουσίας του Δημοσίου. Αυτό είναι σημαντικό καθώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, η περιουσία του Δημοσίου στην Ελλάδα είναι από τις μεγαλύτερες ως ποσοστό του ΑΕΠ στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ. Ο περιορισμός του υπερτροφικού και αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα και η βελτίωση της φορολογικής διοίκησης θα έχουν ως αποτέλεσμα την πιο δίκαιη κατανομή των δημοσιονομικών βαρών και θα διευκολύνουν τη μείωση των υπερβολικά υψηλών φορολογικών συντελεστών. Σύμφωνα με το Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας 2017-2018, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία και την προτελευταία θέση όσον αφορά την παροχή φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις (137η μεταξύ 137 χωρών) και εργασία (136η μεταξύ 137 χωρών).
Τέλος, εκτενή αναφορά έκανε στη διαμόρφωση ενός πιο ελκυστικού επενδυτικού πλαισίου εστιάζοντας στις μεταρρυθμίσεις, ενώ ανέλυσε τα πλεονεκτήματα της χώρας και τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται:
Θα αναφερθώ τώρα σε ορισμένους παράγοντες και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά που καθιστούν την Ελλάδα ελκυστική για επενδύσεις. Κατ’ αρχάς, οι αλλαγές πολιτικής που συντελέστηκαν την τελευταία επταετία, σε συνδυασμό με την αποφασιστική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που απομένει να γίνουν, ενισχύουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη, βελτιώνουν το επιχειρηματικό κλίμα και δημιουργούν θετικές προοπτικές για την ανάπτυξη, παρέχοντας κίνητρα για την πραγματοποίηση νέων εγχώριων και ξένων άμεσων επενδύσεων.
Δεύτερον, η οικονομική πολιτική είναι και θα παραμείνει συνετή. Ο αποφασιστικότερος παράγοντας που εξασφαλίζει την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται προκειμένου η ελληνική οικονομία να ανθίσει στο πλαίσιο της ΟΝΕ είναι η επίτευξη ισχυρής πολιτικής συναίνεσης στη Βουλή και στην κοινωνία υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Επιπλέον, η τήρηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ και η αυστηρή παρακολούθηση από την ΕΕ στο πλαίσιο της εποπτείας που θα υπάρχει μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, όπως ήδη προβλέπεται για τα κράτη-μέλη που υπάγονται σε πρόγραμμα και έχουν σχετικά υψηλό δημόσιο χρέος, αποκλείει την επανεμφάνιση ανισορροπιών.
Τρίτον, η Ελλάδα ωφελείται από άφθονους ευρωπαϊκούς πόρους που στοχεύουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ειδικότερα, οι πόροι της ΕΕ που έχει προγραμματιστεί να εκταμιευθούν στην Ελλάδα την περίοδο 2014-2020 ανέρχονται σε 35,9 δισεκ. ευρώ ή 20% του ΑΕΠ της Ελλάδας το 2016.
Τέταρτον, η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος και της ΕΕ και της ζώνης του ευρώ. Για το λόγο αυτό, οι επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Ελλάδα απολαμβάνουν τα οφέλη της νομισματικής σταθερότητας και της σταθερότητας των τιμών και έχουν πρόσβαση στην ενιαία αγορά της ΕΕ. Αντιμετωπίζουν ένα σταθερό θεσμικό περιβάλλον, απολαμβάνουν προστασία των επενδυτών και έχουν πρόσβαση σε ένα υγιές τραπεζικό σύστημα που εποπτεύεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Πέμπτον, υπάρχουν διάφοροι παράγοντες πέραν της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές που καθιστούν την Ελλάδα ελκυστική για επενδύσεις. Η Ελλάδα διαθέτει ανθρώπινο κεφάλαιο με υψηλές δεξιότητες για τα διεθνή δεδομένα. Σύμφωνα με την Έκθεση για την Παγκόσμια Ανταγωνιστικότητα 2017-2018 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Ελλάδα καταλαμβάνει σχετικά υψηλή θέση στην κατάταξη ως προς την ανώτατη εκπαίδευση και κατάρτιση (44η ανάμεσα σε 137 χώρες) και, ειδικότερα, τα ποσοστά εγγραφής στην τριτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επίσης, η Ελλάδα έχει σχετικά καλή κατάταξη ως προς την τεχνολογική ετοιμότητα (50ή) και ορισμένους παράγοντες που αφορούν την καινοτομία και την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων όπως οι αιτήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (37η), και ιδίως τη διαθεσιμότητα επιστημόνων και μηχανικών (10η). Επίσης, η Ελλάδα καταλαμβάνει σχετικά καλή θέση όσον αφορά την προστασία των επενδυτών (41η) και τις υποδομές της (38η), καθώς και τον αριθμό των διαδικασιών που χρειάζονται για την έναρξη λειτουργίας μιας επιχείρησης (36η) και το βαθμό ικανοποίησης των πελατών (48η).
Έκτον, ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της Ελλάδας είναι η γεωγραφική της θέση στη Νοτιανατολική Ευρώπη. Καθώς βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων και πολύ κοντά στη Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο, η Ελλάδα παρέχει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες ως κόμβος μεταφορών και ενέργειας. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα αποτελεί σημαντικό τουριστικό προορισμό, υπάρχουν σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες στον τουρισμό υπό την προϋπόθεση ότι θα ενισχυθεί το δυναμικό και η ποιότητα των τουριστικών υποδομών. Επενδυτικές ευκαιρίες υπάρχουν επίσης σε τομείς όπως η εφοδιαστική (logistics), τα δίκτυα, η ναυτιλία, το εμπόριο, η φαρμακευτική βιομηχανία, η μεταποίηση, ο κλάδος των ορυχείων και των λατομείων. Καθώς πολλές αραβικές χώρες επιδιώκουν τη διαφοροποίηση της επενδυτικής τους βάσης, οι τομείς αυτοί στην Ελλάδα αποτελούν μία αμοιβαίως επωφελή ευκαιρία για κάτι τέτοιο.
Έβδομον, όπως έχω ήδη αναφέρει, το Ελληνικό Δημόσιο διαθέτει μεγάλη ακίνητη περιουσία η οποία είναι διαθέσιμη για αξιοποίηση από ιδιώτες επενδυτές στο πλαίσιο του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Τόσο το τρέχον πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων όσο και οι ανάγκες για ιδιωτικές επενδύσεις δημιουργούν ευκαιρίες για επικερδείς επενδύσεις για τους ξένους επενδυτές. Παρά τις όποιες αστοχίες, υπάρχουν ήδη ενθαρρυντικές ενδείξεις. Οι εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων έφθασαν περίπου τα 2,8 δισεκ. ευρώ το 2016 (1,6% του ΑΕΠ). Πρόκειται για την υψηλότερη εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων που καταγράφεται από το 2010 και κατευθύνθηκε κυρίως στους τομείς των υπηρεσιών (π.χ. ξενοδοχεία και εστιατόρια, μεταφορές, χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση και υπηρεσίες σχετικές με ακίνητα). Το πρώτο οκτάμηνο του 2017 η συνολική εισροή ανέρχεται ήδη σε 2,7 δισεκ. ευρώ. Οι αυξημένες εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων και η συνέχιση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων (π.χ. η πρόσφατη πώληση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ στην Trenitalia, η παράταση της σύμβασης αξιοποίησης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών για άλλα 20 χρόνια) δείχνουν ότι μεγάλοι ξένοι επενδυτές διαβλέπουν θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία.
Τέλος, το σημαντικότερο ίσως είναι ότι η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ, του NATO και άλλων διεθνών πολυμερών οργανισμών, απολαμβάνει ειρήνη, ασφάλεια και αυξημένη συνεργασία με τους εταίρους της.