Ως ειλημμένη απόφαση χαρακτηρίζεται η περικοπή του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ στη σημερινή συνεδρίαση της ΕΚΤ, καθώς η οικονομία της Ευρωζώνης εμφανίζεται να έχει εδραιώσει την αναπτυξιακή της δυναμική, η Fed συρρικνώνει τον ισολογισμό της και ανεβάζει τα επιτόκια και οι πιέσεις από τη Γερμανία έχουν γίνει πλέον αφόρητες και σε συνδυασμό με την αλλαγή πολιτικών ισορροπιών στην Αυστρία οι συντηρητικοί στο στο ΔΣ της ΕΚΤ ενισχύονται.
Στην ΕΚΤ διαθέτουν πολλά εργαλεία και τρόπους να στείλουν μηνύματα στις αγορές, καθώς η απόφαση για μείωση και παράταση είναι σχεδόν βέβαιη, αυτό που μένει να αποφασιστεί είναι η ρητορική και η στόχευση των ανακοινώσεων. Αν δηλαδή η ΕΚΤ θα δείξει αποφασισμένη για σταδιακή απεμπλοκή ή αν θα δώσει το στίγμα ότι δοκιμάζει την αντίδραση των αγορών και της οικονομίας στην προοπτική σταδιακής απεξάρτησης. Παράλληλα στην ανακοίνωση της ΕΚΤ αναμένεται να δοθεί έμφαση στη διατήρηση μηδενικών ή αρνητικών επιτοκίων μετά ή ακόμα και πολύ μετά τη λήξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, διατύπωση επίσης κομβικής σημασίας για τις αγορές και τους πολιτικούς.
Στόχος του Μάριο Ντράγκι είναι να συνεχίσει η ΕΚΤ να ελέγχει και να απορροφά το ρίσκο ώστε να μην παγώσει εκ νέου η διατραπεζική αγορά και να μην ανασχεθεί η τάση του spillover effect στης παρεχόμενης ρευστότητας, ώστε να προλάβουν να ωφεληθούν χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος για να γίνει πιο συμπαγής η αναπτυξιακή δυναμική της Ευρωζώνης.
Η ΕΚΤ εξακολουθεί να ανησυχεί για τον χαμηλό πληθωρισμό, λόγος για τον οποίο θα παραταθεί το QE τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο, με μικρότερο προϋπολογισμό και περισσότερες παραμέτρους. Σύμφωνα με τις προσδοκίες της αγοράς οι κεντρικοί τραπεζίτες των 19 χωρών της Ευρωζώνης αναμένεται να αποφασίσουν επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης και παράλληλα τη μείωση του προϋπολογισμού του στο ήμισυ.
Πηγή ανησυχίας για την ΕΚΤ είναι και το παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό, το οποίο αν και δεν έχει επηρεάσει τα χρηματιστήρια αρνητικά, μπορεί να παράξει εκρήξεις και αποσταθεροποιητικές τάσεις ανά πάσα στιγμή, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν διαχυτικό χαρακτήρα και να βρουν την Ευρωζώνη ακάλυπτη από τη στιγμή που το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα έχει τεθεί σε τροχιά αποδόμησης, οδηγώντας σε μια νέα κρίση. Κίνδυνος που αν και φαίνεται περιορισμένος τώρα, λόγω των αντισυμβατικών πολιτικών της ΕΚΤ, θα γίνει εντονότερα αντιληπτός στην προοπτική περιορισμού της στήριξης.
Σχεδιασμένο σχεδόν πριν από τρία χρόνια για να αποτρέψει τον αποπληθωρισμό, το σύστημα αγορών ομολόγων ύψους 2,3 τρισεκατομμυρίων ομολόγων της ΕΚΤ μείωσε το κόστος χρηματοδότησης, αναζωογονώντας το δανεισμό και τις δαπάνες με απώτερο στόχο τη δημιουργία πληθωρισμού.
Η Γερμανία και οι Κάτω Χώρες, τώρα θέλουν μια δέσμευση να σταματήσουν αυτές τις αγορές, υποστηρίζοντας ότι η πολιτική αυτή δεν έχει αντίκτυπο στον πληθωρισμό. Οι υποστηρικτές της υπερχαλαρής πολιτικής προειδοποιούν ότι μια γρήγορη έξοδος θα μπορούσε να οδηγήσει σε εμπλοκή καταστρέφοντας χρόνια οικοδόμησης κλίματος ασφαλείας.
“Πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει μια προκατάληψη για να αγοράσει περισσότερα ή / και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αν χρειαστεί, για να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε δυσμενή εξέλιξη των προοπτικών του πληθωρισμού – συγκεκριμένα, οποιαδήποτε αδικαιολόγητη αυστηρότητα των νομισματικών συνθηκών που πηγάζουν από το ευρώ”
δήλωσε ο Luigi Speranza, δήλωσε ο οικονομολόγος της BNP Paribas.
Σε επίπεδο προβλέψεων η ευρύτερη προοπτική φαίνεται να έχει επιστρέψει στα προ-κρίσης επίπεδα, καθώς η αναπτυξιακή πορεία δημιούργησε 7 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και η ανάπτυξη χαρακτηρίζεται αυτοσυντηρούμενη, με γνώμονα την εγχώρια κατανάλωση.
Οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες, ο δανεισμός αυξάνεται και η απόκλιση μεταξύ του πυρήνα και της περιφέρειας, η μεγαλύτερη αποτυχία του νομισματικού σχεδίου, φαίνεται να έχει σταματήσει.
Από την άλλη πλευρά ο πληθωρισμός θα παραμείνει για παρατεταμένη περίοδο χαμηλότερα από τον στόχο της ΕΚΤ του 2%, καθώς η χαλαρότητα της αγοράς εργασίας παραμένει μεγάλη, συντηρώντας την ανάγκη για συνέχιση των μέτρων στήριξης.
Μείζον πρόβλημα παραμένει και το χάσμα μεταξύ Βορά και Νότου στην ΕΕ, η διεύρυνση του οποίου φαίνεται να έχει ανακοπεί, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ενδείξεις για κάλυψή του.