Κινήσεις με στόχο να αποδείξει καλή θέληση φαίνεται ότι πραγματοποιεί η Τουρκία καθώς δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης αποφάσισε να αφεθούν ελεύθεροι 8 από τους 11 ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατηγορούνται για τρομοκρατία και σχέσεις με το δίκτυο του αυτοεξόριστου ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, που η Άγκυρα υποδεικνύει ως υποκινητή του αποτυχημένου πραξικοπήματος.
Το δικαστήριο αποφάσισε να αφεθούν ελεύθεροι με την καταβολή εγγύησης οι οκτώ ακτιβιστές, μεταξύ των οποίων ο Ίντιλ Έσερ, διευθυντής του παραρτήματος της Διεθνούς Αμνηστίας στην Τουρκία, ΜΚΟ που ο δικαστής επέκρινε για σχέσεις με το FETO. Ελεύθεροι αφέθηκαν και ο Γερμανός υπήκοος Πήτερ Στάντνερ, ένας Σουηδός και πέντε Τούρκοι. Πριν τη δίκη ελεύθεροι είχαν αφεθεί ακόμη δυο ακτιβιστές, ενώ ένας ακόμη κατηγορούμενος, που ήταν επικεφαλής τουρκικής εταιρίας παραμένει υπό κράτηση.
Αν και η δίκη θα συνεχιστεί και οι υπόδικοι μπορεί εν τέλει να κριθούν ένοχοι και να καταλήξουν σε τουρκική φυλακή, η απόφαση που ελήφθη είναι προφανές ότι στόχο έχει να στείλει μήνυμα καλής θέλησης στην Ευρώπη και τη Γερμανία ώστε να μην εφαρμοστεί η απόφαση περικοπής της ευρωπαϊκής προενταξιακής χρηματοδότησης, η οποία εγκρίθηκε από το Ευρωκοινοβούλιο και μένει να περάσει από τη Σύνοδο Κορυφής την επόμενη εβδομάδα.
Θετικά αντέδρασε η Γερμανία, που είχε εξ αρχής τοποθετηθεί κατά της προσαγωγής σε δίκη των ακτιβιστών, με τον υπουργό Εξωτερικών, Ζίγκαμρ Γκάμπριελ να δηλώνει ότι:
“Αυτή είναι μια ενθαρρυντική ένδειξη, ένα πρώτο βήμα”
αναγνωρίζοντας και επικυρώνοντας την κίνηση της Άγκυρας, χωρίς ωστόσο να δίνει περισσότερα στοιχεία για αλλαγή στάσης από την ΕΕ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν ανέστειλαν επισήμως τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής, παρά τη σχετική απόφαση που είχε λάβει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Οι τουρκικές αρχές έχουν φυλακίσει πάνω από 50,000 ανθρώπους στο πλαίσιο διώξεων-πογκρόμ που εφαρμόζει ο Ταγίπ Ερντογάν στον απόηχο του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016. Η πολιτική αυτή όμως τίθεται υπό αμφισβήτηση από τους Ευρωπαίους και τις ΗΠΑ, ως προσπάθεια να υποσκάψει την αυτονομία της Δικαιοσύνης, ελέγχου της αντιπολίτευσης και φίμωσης του Τύπου.