Τις πρόσφατες αναφορές της Interpol και της Europol επιβεβαιώνει με έρευνά της η αμερικανική ΜΚΟ Soufan Centre, σκοπός της οποίας είναι η ενημέρωση γύρω από ζητήματα ασφαλείας και εμπέδωση τους. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην έρευνα, ο επαναπατρισμός τζιχαντιστών δεν έχει μεταβάλλει ουσιαστικά τον κίνδυνο νέων επιθέσεων, αποτελεί όμως πρόκληση η διαχείρισή του σε συνδυασμό με τις κλιμακούμενες επιθέσεις που συνδέονται με το Ισλαμικό Κράτος.
Όπως αναφέρει η έρευνα από τα περίπου 900 άτομα από τα Δυτικά Βαλκάνια που κατατάχθηκαν στις τάξεις τζιχαντιστικών ομάδων για να πολεμήσουν στη Συρία ή στο Ιράκ, περίπου 250 επέστρεψαν στις χώρες καταγωγής τους. Η έκθεση ανέφερε ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία» ότι το Ισλαμικό Κράτος «θα επιζήσει της παγκόσμιας εκστρατείας εναντίον του» και προειδοποίησε για τη συνεχιζόμενη επιρροή του.
Σύμφωνα με το Soufan Centre το μείζον ζήτημα για τις χώρες και τις κοινωνίες δεν είναι η τρομοκρατική απειλή, αυτή καθ αυτή, αλλά η αποτελεσματική και ουσιατική επανένταξη, η αποφυγή της γκετοποίησης και περιθωριοποίησης, καθώς ο κοινωνικός αποκλεισμός αυξάνει τον κίνδυνο ριζοσπαστικοποίησης. Στην έκθεση επισημαίνει ότι τα κράτη δεν έχουν βρει τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος των επαναπατριζόμενων, καθώς οι περισσότεροι φυλακίζονται ή περιθωριοποιουνται, ενώ επισημαίνεται ότι θα χρειαστεί περισσότερη έρευνα και ανταλλαγή πληροφοριών για την ανάπτυξη αποτελεσματικών στρατηγικών για την αξιολόγηση και αντιμετώπιση της απειλής
“Το ΙΚ θα επιβιώσει και ενώ θα είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η συγκεκριμένη απειλή που θέτουν οι ξένοι μαχητές και οι επιστρέφοντες, θα αποτελέσουν πρόκληση σε πολλές χώρες για τα επόμενα χρόνια”,
αναφέρεται στην έκθεση της ΜΚΟ.
Σύμφωνα με την έκθεση, υπάρχουν σήμερα τουλάχιστον 5.600 ξένοι μαχητές από 33 χώρες που έχουν επιστρέψει στην πατρίδα τους.
Ωστόσο, ορισμένοι τζιχάντιστές από τα Βαλκάνια έχουν δηλώσει ότι επέστρεψαν απογοητευμένοι από τη βιαιότητα, τη φτώχεια και την καταπίεση, προφίλ που δεν συνάδει με εν δυνάμει τρομοκράτη.
Οι επαναπατριζόμενες γυναίκες και τα παιδιά, αποτελούν πρόβλημα μόνο στο πλαίσιο της επιλογής του καλύτερου και αποτελεσματικότερου τρόπου επανένταξης και ως προς τη διαχείριση των κοινωνικών αντιδράσεων, επισημαίνεται στην έκθεση. Οι κατάλληλες δομές ψυχικής υγείας και κοινωνικής στήριξης είναι καθοριστικής σημασίας στην περίπτωση των παιδιών, αναφέρει η ΜΚΟ.