Νέες πιέσεις και προσπάθειες ώστε να τεθεί επί τάπητος το ζήτημα της μείωσης του προϋπολογισμού της ΕΚΤ που διατίθεται για αγορές ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) σε συνδυασμό με την παράτασή του, ασκούνται μέσω διαρροών και δηλώσεων από παράγοντες που πρόσκειται στη Γερμανία και στη Bundesbank, καθώς οι πιέσεις στο γερμανικό τραπεζικό και ασφαλιστικό σύστημα από την πλημμυρίδα ρευστότητας και τα αρνητικά επιτόκια είναι μεγάλη.
Στο θέμα παρενέβη ο Μάριο Ντράγκι επισημαίνοντας με δηλώσεις του ότι οι αγορές ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχισθούν μέχρι να δουν οι αξιωματούχοι της μία διατηρήσιμη βελτίωση των προοπτικών για τον πληθωρισμό, ότι δηλαδή αναφέρεται και στις ανακοινώσεις.
Σύμφωνα με τη δημοσίευμα της Wall Street Journal, ο κ. Ντράγκι δήλωσε ότι τα αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ δεν έπληξαν την κερδοφορία των τραπεζών.
«Σε μεγάλο βαθμό, οι πολιτικές μας αρνητικών επιτοκίων ήταν επιτυχείς»,
δήλωσε ο κ. Ντράγκι στο Ινστιτούτο Πέτερσον (Peterson Institute for International Economics).
«Δεν είδαμε τις στρεβλώσεις που προέβλεπαν κάποιοι. Δεν είδαμε την κερδοφορία των τραπεζών να μειώνεται, στην πραγματικότητα αυξάνεται»
πρόσθεσε.
Νωρίτερα αξιωματούχοι της ΕΚΤ, που ζητούσαν να μην κατονομαστούν διέρρεαν ότι κέφτονται να περιορίσουν κατά το ήμισυ την αξία των ομολόγων που θα αγοράζει η Κεντρική Τράπεζα σε μηνιαία βάση απ’ τον ερχόμενο Ιανουάριο και παράλληλα να διατηρήσει ενεργό το πρόγραμμα για τουλάχιστον άλλους εννέα μήνες.
Σύμφωνα με τους αξιωματούχους η μείωση της αξίας των αγορών στα 30 δισ. ευρώ το μήνα από 60 δισ. ευρώ που είναι σήμερα αποτελεί μία εφικτή επιλογή. Αν και οι διοικητές της Κεντρικής Τράπεζας είναι διχασμένοι για την ανάγκη να προσδιορίσουν το τέλος του προγράμματος, οι ίδιοι αξιωματούχοι λένε πως μία δέσμευση να αγοράζουν ομόλογα ως τον επόμενο Σεπτέμβριο -με την πρόβλεψη ότι θα μπορούσε να παραταθεί εάν είναι αναγκαίο- ίσως προσφέρει το έδαφος για έναν συμβιβασμό.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, οι αλλαγές θα αποφασιστούν στη συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου και θα εφαρμοστούν από την 1η Ιανουαρίου του νέου έτους. Έτσι, το πρόγραμμα QE θα συνεχίσει να βρίσκεται σε ισχύ τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η όσο το δυνατόν πιο ομαλή «απεξάρτηση» των οικονομιών της Ευρωζώνης και των αγορών.
Ωστόσο, ο τρόπος η περίοδος που τίθεται το θέμα είναι προφανές ότι εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα που επιθυμούν να ξεκινήσει η διαδικασία απεμπλοκής της ΕΚΤ από το QE και να ανοίξει ο δρόμος για αύξηση των επιτοκίων. Κατά παράδοση οι πιέσεις αυτές εκπορεύονται από τη Γερμανία και τη Bundestag και στόχο έχουν τη διαμόρφωση κλίματος και την αντιμετώπιση των αντεπιχειρημάτων του Μάριο Ντράγκι.
Η ΕΚΤ έχει ήδη μειώσει κατά 10 δισ. το μήνα το διαθέσιμο ποσό για τις αγορές τίτλων στο πλαίσιο του QE, όταν αποφάσισε την επέκτασή του μέχρι το τέλος του έτους, σενάριο του οποίου την επανάληψη επιθυμούν οι συγκεκριμένοι κύκλοι.