Προτεραιότητες για την οικονομικής πολιτική ώστε να εδραιωθεί η ανάπτυξη και να δοθεί η απαιτούμενη ώθηση στην οικονομία έθεσε από το βήμα συνεδρίου της Credit Suisse ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, επισημαίνοντας την μακροχρόνια ανεργία, το δημόσιο χρέος και τους φορολογικούς συντελεστές ως τις βασικές προκλήσεις.
Ο κεντρικός τραπεζίτης χαρακτήρισε επιτακτική την ανάγκη άμεσης ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, ώστε να μην υπάρξει απώλεια δυναμικής και ανάσχεση της προόδου.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα, παρά την έως τώρα πρόοδο, οι τράπεζες εξακολουθούν να επιβαρύνονται με τη διαχείριση του μεγάλου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και αδυνατούν να στηρίξουν επαρκώς την οικονομική δραστηριότητα με πιστώσεις στον ιδιωτικό τομέα.
Ωστόσο η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ανάπτυξη με ρυθμό 1,7% για το τρέχον έτος και 2,4 και 2,7% για το 2018 και 2019 αντίστοιχα, επισημαίνοντας ότι κεντρικό ρόλο στην ανάκαμψη θα διαδραματίσει η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω της βελτίωσης της απασχόλησης, την οποία αποδίδει στις δομικές μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη συντελεστεί.
Ο κεντρικός τραπεζίτης αναγνώρισε ότι υπάρχουν και θετικές ευκαιρίες, που σχετίζονται με την ένταξη των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE), η οποία θα βελτιώσει τη ρευστότητα και την εμπιστοσύνη και θα διαμορφώσει ευνοϊκότερες οικονομικές προοπτικές από ό,τι προβλέπεται επί του παρόντος.
Το πλαίσιο αυτό σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί, είναι ικανά, σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα, να εδραιώσουν την αναπτυξιακή δυναμική και να οδηγήσουν την οικονομία έξω από το τούνελ. Όπως ανέφερε όμως καθοριστικής σημασίας είναι η εξειδίκευση και εφαρμογή των μέτρων ανάκτησης της βιωσιμότητα του χρέους, έτσι ώστε να ενισχυθεί η ασφάλεια και να ανοίξει ο δρόμος για την επιστροφή επενδύσεων.
Προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2017-2019
Για το 2017 συνολικά, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,7% περίπου. Για το 2018 και το 2019, ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ προβλέπεται να επιταχυνθεί στο 2,4% και 2,7% αντίστοιχα.
Η κατανάλωση αναμένεται να σημειώσει συγκρατημένη ανάκαμψη, ωθούμενη κυρίως από την ανοδική τάση της απασχόλησης, που ανακάμπτει ταχύτερα από ό,τι το προϊόν, χάρη στις προηγηθείσες μεταρρυθμίσεις και στην εφαρμογή ενεργητικών προγραμμάτων στην αγορά εργασίας.
Οι επενδύσεις προβλέπεται να αυξηθούν καθώς θα αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη και θα βελτιώνονται οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες.
Οι εξαγωγές αναμένεται να συνεχίσουν τη θετική τους πορεία, επωφελούμενες όχι μόνο από τις ευνοϊκές προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους που έχει ήδη επιτευχθεί.
Σημείωσε ότι οι προβλέψεις αυτές βασίζονται στην παραδοχή ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα.
Μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις
Σύμφωνα με τον ίδιο, η Ελλάδα έχει μπροστά της πέρα από τους κινδύνους για την ανάκαμψη της οικονομίας, και ορισμένες μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου να ισχυροποιηθούν οι θετικές προοπτικές.
Η μακροχρόνια ανεργία, η οποία παραμένει υψηλή, αυξάνει τον κίνδυνο διάβρωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου , με αρνητικές συνέπειες για τη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη. Η δυνητική ανάπτυξη επηρεάζεται επίσης δυσμενώς από τη φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό. Επιπλέον, η επίμονη ανεργία έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και στην ποιότητα ζωής, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή.
Παρά την έως τώρα πρόοδο, οι τράπεζες εξακολουθούν να επιβαρύνονται με τη διαχείριση του μεγάλου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και αδυνατούν να στηρίξουν επαρκώς την οικονομική δραστηριότητα με πιστώσεις στον ιδιωτικό τομέα.
Οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, και αυτό δεν οφείλεται μόνο σε καθυστερήσεις των πληρωμών από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και την έλλειψη τραπεζικού δανεισμού, αλλά και στο γεγονός ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα μας δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Ο λόγος χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ έχει ανέλθει σε μη διατηρήσιμα επίπεδα. Αυτό σημαίνει ότι για πολλά χρόνια στο μέλλον ένα σημαντικό μέρος των δημόσιων πόρων θα πρέπει να κατευθύνεται προς την εξυπηρέτηση δανειακών υποχρεώσεων. Αυτό μπορεί να καταστεί δυνατόν είτε με τη συμπίεση των δαπανών και τον περιορισμό του μεγέθους του δημόσιου τομέα είτε με την αύξηση των εσόδων. Ωστόσο, η αύξηση των εσόδων μέσω της διατήρησης των υφιστάμενων υψηλών φορολογικών συντελεστών αποτελεί τροχοπέδη για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Όπως τόνισε οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτελούν αντικίνητρο για την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών, επειδή οι επιχειρήσεις γνωρίζουν ότι σε μόνιμη βάση ένα σημαντικό μέρος των μελλοντικών κερδών τους θα πρέπει να διατίθεται στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Αντίστοιχα, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτελούν αντικίνητρο στην εργασία, ενώ τόσο στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών δημιουργούν κίνητρα για φοροδιαφυγή. Ακόμη περισσότερο, τα υψηλά επίπεδα φόρων και ασφαλιστικών εισφορών ωθούν τις επιχειρήσεις να μεταφέρουν την έδρα των δραστηριοτήτων τους σε χώρες με ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, παρά την πρόοδο η Ελλάδα σε διάφορους τομείς, με βάση ορισμένους ποιοτικούς δείκτες που αντανακλούν το επιχειρηματικό περιβάλλον η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται χαμηλά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Τόνισε ότι είναι ανάγκη να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις επειγόντως ώστε να μην υπονομεύσουν την ανάκαμψη που έχει ήδη ξεκινήσει και τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Ενθάρρυνση επενδύσεων: Υπογράμμισε την ανάγκη για έγκαιρη υλοποίηση του συμφωνηθέντος προγράμματος μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, με στόχο την περαιτέρω βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τον περιορισμό της γραφειοκρατίας.
Χρέος: Σημείωσε την ανάγκη να αναληφθούν αποφασιστικές και συγκεκριμένες δράσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους, ενώ, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, υπάρχει επίσης ένα ισχυρό επιχείρημα για μια πιο ρεαλιστική προσαρμογή των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων.