Ενώ η διεθνής κοινότητα κάνει λόγο για εθνοκάθαρση τον Ροχίνγκια στη Μιανμάρ ο στρατός της χώρας επιμένει ότι δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, τη στιγμή που δεκάδες χιλιάδες περνούν τα σύνορα για το Μπανγκλαντές, παρά τις εκεί αντιδράσεις.
Η Μιανμάρ που βρίσκεται σε μεταβατική φάση από τη δικτατορία σε ένα είδος δημοκρατίας με de facto ηγέτη και στην οποία οι βουδιστές είναι η μεγάλη πλειοψηφία, έχει χρόνια παράδοση συγκρούσεων και δυσανεξίας του μουσουλμανικού στοιχείου, η οποία τώρα γίνεται εκρηκτική.
Η διεθνής κοινότητα «υπερβάλλει» για τον αριθμό των προσφύγων Ροχίνγκια που έχουν φύγει από τη Μιανμάρ, δήλωσε ο επικεφαλής του στρατού της χώρας, οι στρατιώτες του οποίου κατηγορούνται από τον ΟΗΕ για «εθνοκάθαρση» στην πολιτεία Ραχίν.
Περισσότεροι από μισό εκατομμύριο Ροχίνγκια, σε σύνολο ενός εκατομμυρίου που ζουν στη Μιανμάρ, έχουν αναζητήσει καταφύγιο από τα τέλη Αυγούστου στο Μπανγκλαντές, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ και χιλιάδες άλλοι προσπαθούν να φύγουν από τη χώρα.
Φεύγουν για να γλιτώσουν εκστρατεία διώξεων που έχει αρχίσει ο στρατός της Μιανμάρ μετά τις επιθέσεις ανταρτών Ροχίνγκια εναντίον θέσεων της αστυνομίας στις 25 Αυγούστου.
«Είναι υπερβολικό να λέει κανείς ότι ο αριθμός των Μπενγκάλι που φεύγουν για το Μπανγκλαντές είναι τόσο μεγάλος», σχολίασε σε ανάρτησή του στο Facebook ο στρατηγός Μιν Αούνγκ Χλενγκ, χρησιμοποιώντας για τους Ροχίνγκια τον υποτιμητικό όρο που χρησιμοποιείται στη Μιανμάρ.
Σύμφωνα με τον στρατηγό, υπεύθυνοι για την παραπληροφόρηση είναι τα μέσα ενημέρωσης και «η προπαγάνδα τους».
Ο Τύπος, κυρίως ο δυτικός, κατηγορείται από την κυβέρνηση της Μιανμάρ και τον στρατό επειδή θεωρούν ότι τηρεί μια στάση υπέρ των Ροχίνγκια σε μια χώρα όπου το 90% των κατοίκων είναι βουδιστές και το μίσος για τους μουσουλμάνους είναι διαδεδομένο.
Σε νέα του έκθεση, ο ΟΗΕ εκτίμησε ότι η εκστρατεία του στρατού είναι «καλά οργανωμένη, συντονισμένη και συστηματική» και έχει στόχο «όχι μόνο να τους εκδιώξει τους Ροχίνγκια από τη Μιανμάρ, αλλά και να εμποδίσει την επιστροφή τους».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε ότι αναστέλλει κάθε επαφή με τον επικεφαλής του γενικού επιτελείου στρατού της Μιανμάρ και ότι «ενδέχεται να εξετάσει» την επιβολή κυρώσεων, «εάν δεν βελτιωθεί η κατάσταση».