Αλλαγή στρατηγικής απέναντι στο ελληνικό πρόγραμμα σηματοδοτεί η φθινοπωρινή έκθεση του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία, καθώς τροποποιεί τις προβλέψεις του για να αποτυπώσει τη συμφωνία και να ευθυγραμμιστεί με την Κομισιόν και τον ελληνικό προϋπολογισμό, κίνηση που μπορεί να χαρακτηριστεί και προοίμιο χρηματοδοτικής συμμετοχής επίσης,
Στην World Economic Outlook και στο Fiscal Monitor το ΔΝΤ αποτιμά αναπροσαρμόζει τις προβλέψεις για πρωτογενές πλεόνασμα, ανάπτυξη, χρέος και επενδύσεις, ευθυγραμμιζόμενο με την ελληνική κυβέρνηση και την Κομισιον, ενώ αναμένονται διαδοχικές συναντήσεις της Κριστίν Λαγκάρντ με τους Ευκλείδη Τσακαλώτο, Γιώργο Χουλιαράκη και τον Αλέξη Τσίπρα.
Τους στόχους για το πλεόνασμα αναθεώρησε ελαφρώς στη φθινοπωρινή του για την ελληνική οικονομία το ΔΝΤ, στο πλαίσιο αναπροσαρμογής της στρατηγικής του ενόψει της τρίτης αξιολόγησης. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση το ΔΝΤ προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 1,696% για το 2017 και 2,221% για το 2018.
Παράλληλα το ΔΝΤ δέχεται τη συμφωνία ΕΕ-Ελλάδας για πλεονάσματα 3,5% από το 2019 τοποθετώντας τον πήχη ελαφρώς χαμηλότερα έως το 2022.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί φέτος στα 326,38 δισ. και το 2018 θα διαμορφωθεί στα 346,11 δισ. ευρώ, για να παραμείνει κοντά σε αυτά τα επίπεδα ως το 2022.
Η τελευταία επικαιροποίηση αυτών των στοιχείων έχει γίνει τον περασμένο Ιούλιο, μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, όπου το ΔΝΤ είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να εφαρμοσθούν νωρίτερα, αν κριθεί απαραίτητο, οι ψηφισμένες ήδη για το 2019 και το 2020 περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο.
Το Ταμείο, έθεσε τον πήχη της ανάπτυξης για το 2018 στο 2,6% του ΑΕΠ, υψηλότερα από το 2,4% που προβλέπει ο προϋπολογισμός, ευθυγραμμίστηκε με την κυβερνητική πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 1,8% φέτος, αλλά διατήρησε αμετάβλητη την εκτίμησή του ότι το 2022 η ελληνική οικονομία θα πετύχει ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 1% (βλέπει ανάπτυξη 1,89% το 2019, 1,94% το 2020, 1,78% το 2021 και 1,03% το 2022), δείχνοντας έτσι ότι θα επιμείνει στη γνωστή του θέση για κινήσεις σε δύο μέτωπα: υλοποίηση μεταρρυθμίσεων από τη μία πλευρά και μέτρα για τη διευθέτηση του χρέους, από την άλλη.