Μπορεί η συμπεριφορά του Ντόναλντ Τραμπ και η εμπρηστική ρητορική του να έχουν δημιουργήσει κύματα και αναταράξεις, από τον προηγούμενο μήνα όμως ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν μπορεί να λάβει μεγάλης κλίμακας αποφάσεις πολιτικής χωρίς την έγκρισή τους από τη Γερουσία. Αυτό αποκαλύπτεται τώρα, για ακόμη μια φορά μετά την επιβολή νέων κυρώσεων στη Ρωσία, στο μείζον ζήτημα της επανα-κύρωσης της συμφωνίας των 6 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Τα media, εκτός των ΗΠΑ κυρίως, προβάλουν τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ και τις διαρροές του Λευκού Οίκου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που προσπαθούν να δημιουργήσουν εικόνα σύγκρουσης Ουάσιγκτον-Τεχεράνης, με τον πρόεδρο να δηλώνει ότι το Ιράν δεν τηρεί το «πνεύμα» της συμφωνίας για τα πυρηνικά του, που είχε συναφθεί το 2015 ανάμεσα σε έξι μεγάλες δυνάμεις και την Τεχεράνη.
«Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο Ιράν (…) να αποκτήσει πυρηνικά όπλα»,
είπε ο Τραμπ στη διάρκεια συνάντησής του με ανώτατους αξιωματικούς των αμερικανικών ένοπλων δυνάμεων στον Λευκό Οίκο.
«Το ιρανικό καθεστώς υποστηρίζει την τρομοκρατία και εξάγει βία, αιματοχυσία και χάος σε όλη τη Μέση Ανατολή. Γι’ αυτό πρέπει να βάλουμε τέλος στη συνεχιζόμενη επιθετικότητα και στις φιλοδοξίες απόκτησης πυρηνικών όπλων του Ιράν. Δεν τήρησαν το πνεύμα της συμφωνίας τους»
πρόσθεσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ.
Ερωτηθείς για την απόφαση που αναμένεται να ανακοινώσει μέσα στις επόμενες ημέρες για το εάν θα επαληθεύσει ή όχι την τήρηση της συμφωνίας, ο Αμερικανός πρόεδρος απάντησε:
«Θα ακούσετε (νέα) για το Ιράν πολύ σύντομα».
Αργότερα από τον Λευκό Οίκο διέρρευσε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα αποσύρει την υπογραφή του από τη συμφωνία, κίνηση όμως που δεν αρκεί για την ακύρωσή της, καθώς η ισχύς για τέτοιου είδους αποφάσεις έχει εκχωρηθεί πλέον στη Γερουσία, η οποία θα κληθεί να ψηφίσει.
Αυτό συνεπάγεται ότι η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν καθίσταται ένα ακόμη αντικείμενο της εσωτερικής πολιτικής διαπραγμάτευσης και του ανοιχτού λογαριασμού Ρεπουμπλικάνων-Δημοκρατικών στη Γερουσία και ο Τραμπ επέχει ρόλο εισηγητή.