Προσπάθεια εμπέδωσης του θετικού κλίματος στην οικονομία, υποβάθμισης της εν δυνάμει αβεβαιότητας που δημιουργεί η επόμενη αξιολόγηση, τα προβλήματα με τις τράπεζες και διέξοδο από τη φθοροποιό μικροπολιτική αντιπαράθεση επιχειρεί να δώσει με μπαράζ συνεντεύξεων ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Ο υπουργός Οικονομικών με νέα συνέντευξή του στην εφημερίδα “Νέα Σελίδα” εστιάζει στην προοπτική εξόδου από τα Μνημόνια και στο μπαράζ ανατροπών που η δυναμική αυτή και η πραγμάτωσή της δημιουργούν, στάση που κράτησε και στην πρόσφατη συνέντευξή του στον ΑΝΤ1.
Ωστόσο, πολιτικά το ενδιαφέρον εστιάζεται στη σημειολογία του δυναμικού κρεσέντου του Ευκλείδη Τσακαλώτου, το πολιτικό κεφάλαιο του οποίου είναι κατά γενική ομολογία άφθαρτο και η δημόσια παρουσία του παραμένει μετρημένη και άρα έντονη. Η δυναμική που δημιουργεί το ντεμαράζ του Ευκλείδη Τσακαλώτου είναι αυτή που αξιολογείται σε αυτή τη φάση, όπως και η προστιθέμενη αξία που μπορεί να δώσει στην επικοινωνιακή στρατηγική για τη βελτίωση της εικόνας της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού.
Αν ερμηνευθεί υπ αυτό το πρίσμα η έντονη επικοινωνιακή εμφάνιση του Ευκλείδη Τσακαλώτου τότε είναι προφανές ότι υπάρχει μια κεντρική στρατηγική βάσει της οποίας κινητοποιούνται προσωπικότητες με θετικό ή τουλάχιστον όχι αρνητικό δημόσιο αντίκτυπο, όπως η Έφη Αχτσιόγλου, με στόχο την αλλαγή της πολιτικής ατζέντας και τη βελτίωση της εικόνας της κυβέρνησης και της αντίληψης για το έργο της. Σε αυτή την υπόθεση εργασίας η επιλογή Αχτσιόγκου και Τσακαλώτου εξυπηρετεί και κομματικές μεθοδεύσεις καθώς αμφότεροι ακουμπούν πολιτικά στους 53+ και η επικοινωνιακή ανάδειξή τους στέλνει μήνυμα επαναπροσέγγισης της τάσης με το Μαξίμου.
Η συνέντευξη του Ευκλείδη Τσακαλώτου
Η πρώτη συνέντευξη του Ευκλείδη Τσακαλώτου στον ΑΝΤ1 ήρθε τη στιγμή που οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν στο επίκεντρο ενός power struggle ΔΝΤ και ΕΚΤ και ταυτόχρονα στο μάτι χρηματιστηριακού κυκλώνα που προκάλεσε μεγάλες διακυμάνσεις και μετοχικές ανατροπές. Ο υπουργός Οικονομικών μέσω της συνέντευξής στον ANT1 “αποκατέστησε την τάξη” αποκαλύπτοντας συμφωνία ΕΚΤ-ΔΝΤ για το είδος και το χρόνο διεξαγωγής των stress tests στις ελληνικές τράπεζες.
Στη συνέντευξή του στη Νέα Σελίδα επικεντρώνει στην έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα που ουσιαστικά ανοίγει το δρόμο για τις συζητήσεις που αφορούν στην ελάφρυνση του χρέους, ενώ παράλληλα εκφράζει την πεποίθησή του ότι δεν θα χρειαστούν νέα μέτρα μέσα στο 2018.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ερωτηθείς για την πιθανότητα αλλαγών στην αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, τονίζει πως συνήθως οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται στις τέσσερις το πρωί σε κάποιο Eurogroup υπό τρομερή πίεση ωστόσο, λέει
«έχω την αίσθηση ότι υπάρχει μια πολύ πιο αυξημένη κατανόηση -εξαιρώ, βέβαια, τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης- για τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, οι οποίες είναι η βασική αιτία της κρίσης πολιτικής αντιπροσώπευσης αλλά και της γενικότερης αίσθησης ότι η Ευρωζώνη και η ΕΕ δεν επιλύουν τα προβλήματα».
Ο υπουργός Οικονομικών εκτιμά ότι η τρίτη αξιολόγηση θα κλείσει εγκαίρως καθώς το ΔΝΤ έχει μπει στο πρόγραμμα, άρα δεν υπάρχει λόγος να βάλει νέα ζητήματα στο τραπέζι, επίσης δύσκολα νομοσχέδια δεν υπάρχουν στα προαπαιτούμενα και τέλος η εμπιστοσύνη προς την ελληνική κυβέρνηση έχει αυξηθεί πολύ, γεγονός που επιταχύνει τις διαδικασίες. Αναφερθείς στο θέμα των τραπεζών σημειώνει ότι έχει λυθεί και υπάρχει συμφωνία και με το ΔΝΤ ότι ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) θα κάνει τα stress tests, όπως είπε ο Μάριο Ντράγκι πρόσφατα, χωρίς AQRs.
«Θέλουμε το 2018 να αρχίσουν ουσιαστικές συζητήσεις για την έξοδο από το πρόγραμμα και την αποσαφήνιση της ελάφρυνσης του χρέους, έχουμε κάθε κίνητρο να τελειώσουμε εγκαίρως την τρίτη αξιολόγηση»
τονίζει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και προσθέτει ότι μεγάλο μέρος της συζήτησης για το χρέος στο νέο έτος θα αφορά πιο πολύ στην αποσαφήνιση του μηχανισμού -τον οποίο υποστήριξαν και οι Γάλλοι μαζί με εμάς- που συνδέει την ελάφρυνση του χρέους σε συσχέτιση με την ανάπτυξη, η λεγόμενη ρήτρα ανάπτυξης». Για την Τράπεζα της Ελλάδος, ΕΛΛ-1,82% ο υπουργός Οικονομικών λέει «έχει προφανώς δικαίωμα να εκφράζει απόψεις για θέματα οικονομικής πολιτικής. Εμείς θεωρούσαμε και θεωρούμε ότι την έξοδο της 25ης Ιουλίου θα διαδεχτεί μια σειρά εξόδων, ως προετοιμασία για το τέλος του προγράμματος».