ΜΕ την επανεκλογή της Άγκελα Μέρκελ να θεωρείται σίγουρη αποδυναμώνοντας την προοπτική αυξημένης συμμετοχής και με τον κίνδυνο ανάδειξης του ακροδεξιού AfD σε ρυθμιστή του πολιτικού σκηνικού προσέρχονται σήμερα στις κάλπες οι Γερμανοί. Ο σχηματισμός μονοκομματικής κυβέρνησης θεωρείται απίθανος και το ενδιαφέρον εστιάζεται στα ποσοστά τα οποία θα διαμορφώσουν το νέο πλέγμα πολιτικών ισορροπιών.
Τα αποτελέσματα και ιδιαίτερα το σκηνικό της επόμενης ημέρας θα έχουν πλέον άμεσο αντίκτυπο σε ολόκληρη την Ευρώπη αλλά κυρίως στην οικοδόμηση της αρχιτεκτονικής της νέας Ευρωζώνης που τώρα διαμορφώνεται.
Η αποχή αναμένεται να επηρεάσει το ποσοστό του συντηρητικού συνασπισμού και της Ακροδεξιάς, καθώς χαμηλή συμμετοχή και απάθεια θα συμπαρασύρουν την επίδοση των παραδοσιακών κομμάτων, ενώ αναμένεται να οδηγήσουν σε εκτόξευση του ποσοστού της AfD.
Οι Σοσιαλδημοκράτες του Μάρτιν Σουλτς είναι ούτως ή άλλως καθηλωμένοι γύρω στο 20%. Αν και το ποσοστό των Χριστιανοδημοκρατών τείνει περισσότερο προς το 35% παρά προς το 40%, ίσως το μοναδικό βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα να είναι ο μεγάλος συνασπισμός, ο οποίος ωστόσο να βασιστεί σε νέες ισορροπίες που θα προκύπτουν από τις δυνάμεις των κομμάτων.
Στην Ευρώπη άπαντες ανησυχούν για το ενδεχόμενο συγκρότησης κυβέρνησης των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ με τους Ελεύθερους Δημοκράτες (φιλελεύθεροι), γεγονός που θα επηρεάσει την ήδη συντηρητική γερμανική γραμμή και θα οδηγήσει σε ευρείες ανατροπές στη χάραξη πολιτικής από το προσφυγικό ως τον τρόπο διαχείρισης του ελληνικού προγράμματος.
Τα σενάρια κυβερνήσεων συνεργασίας είναι πολλά και αντιφατικά γεγονός που ενισχύει την αβεβαιότητα, ενώ δεν θεωρείται και απίθανη η αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης. Παραδοσιακά οι διεργασίες κρατούν αρκετό καιρό, επιτρέποντας στην προηγούμενη κυβέρνηση να συνεχίσει το έργο της, ωστόσο λίγα πράγματα θα μπορέσουν να περάσουν από το Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια των πολιτικών διαβουλεύσεων.