Τις πρώτες ενδείξεις αλλαγής στάσης απέναντι στην Ελλάδα έδωσε κατά την ομιλία του στην Αλβανική Βουλή, στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων, ο πρωθυπουργός της χώρας, Έντι Ράμα, οι οποίες ωστόσο δεν εκτιμώντας ως αξιόπιστες από την ελληνική πλευρά αν δεν υπάρξει έμπρακτη αλλαγή πολιτικής.
Μετά από κινήσεις τύπου-πογκρόμ στη Βόρεια Ήπειρο όπου με το πρόσχημα νέου κτηματολογίου απαλλοτριώθηκαν εκτάσεις μεγάλης αξίας που ανήκουν στην ελληνική μειονότητα και τις προκλήσεις του τελευταίου έτους, από την Τσαμουριά μέχρι τις δηλώσεις και προβοκάτσιες για τη “Μεγάλη Αλβανία”, η κυβέρνηση του Έντι Ράμα έχει επιδείξει το αλυτρωτικό προφίλ της με πολλούς τρόπους.
Η ομιλία για τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα ήταν η πρώτη προσπάθεια του θριαμβευτικά επανεκλεγέντος Αλβανού πρωθυπουργού να προσδιορίσει το πλαίσιο που θα κινηθεί, απαρνούμενος -κατ ουσία- τις πολιτικές στη Βόρεια Ήπειρο. Ωστόσο, οι έως τώρα πολιτικές του επιλογές δείχνουν στην κατεύθυνση της έμπρακτης στήριξης του υπερ-εθνικισμού και της απομάκρυνσης από την Ευρωπαϊκή προοπτική.
Αν και στις δηλώσεις ξεκαθάρισε ότι τα Τίρανα ζητούν
«αμοιβαία φιλία, αντίστοιχη δέσμευση και διμερή συνεργασία»
εν τούτοις κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύεται επί του πρακτέτου
Αναφερόμενος στην ελληνική εθνική μειονότητα, δεσμεύθηκε ότι θα είναι «διαρκώς αυξανόμενο» το ενδιαφέρον της κυβέρνησής του για τον σεβασμό των δικαιωμάτων της και την χαρακτήρισε
«μέσο για την προώθηση των καλών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών».
Έσπευσε, δε να σημειώσει ότι
«η Αλβανία, ανεξαρτήτως των προβλημάτων και αναγκών της, δε θα κλείσει ποτέ, ούτε τα μάτια και ούτε το στόμα, σε υπεράσπιση των αληθειών και των δικαιωμάτων της».
Εξέφρασε τέλος την εμπιστοσύνη του ότι το μέλλον
«θα επιφέρει τις επιθυμητές λύσεις για τις δύο πλευρές», προσθέτοντας ότι «οι σχέσεις θα ανέλθουν σε νέο στρατηγικό επίπεδο φιλίας, σεβασμού και συνεργασίας μέσω πραγματικού διαλόγου και όχι με άστοχες δηλώσεις».