Με την έννοια «εργασιακή μεταρρύθμιση» να αντηχεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, από τη Γαλλία και τη Γερμανία μέχρι την Ελλάδα, την Κύπρο και την Πορτογαλία, είναι αναπόφευκτο και ίσως αναγκαίο να ανοίξει η συζήτηση και για τον συνδικαλισμό, έτσι ώστε να υπάρξει μια πιο ολιστική προσέγγιση τόσο στα ζητήματα της απασχόλησης όσο και σε αυτά της βελτίωσης της αποδοτικότητάς και της ενίσχυσης της ασφάλειας των θέσεων εργασίας. Με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας, για την οποία απευθύνει διαρκώς εκκλήσεις και προειδοποιήσεις η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι παρεμβάσεις θα είναι σαρωτικές μεταμορφώνοντας το εργασιακό τοπίο και δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα.
Η διαρκής κρίση στην Ελλάδα εκτόξευσε την ανεργία σε πρωτόγνωρα και δυσθεώρητα επίπεδα οδηγώντας ένας στους πολίτες εκτός εργασίας. Αυτό είχε ως άμεση συνέπεια την εκτόξευση των κόκκινων δανείων και των οφειλών στο Δημόσιο. Η τεράστια ανεργία καθιστά μη-ελκυστική την οικονομία, δημιουργία ανησυχίες για τη δημόσια ασφάλεια και δίνει χώρο σε ακραίες πολιτικές συμπεριφορές.
Στην πραγματικότητα το μοντέλο της εσωτερικής υποτίμησης, όπως αυτό εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, απέτυχε παταγωδώς καθώς οδήγησε σε μείωση της παραγωγικότητας, μεγαλύτερη εισοδηματική ανισότητα και περιόρισε την πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας εργατικό δυναμικό. Αντιστοίχως απέτυχε να παράξει θετικά αποτελέσματα η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και ο περιορισμός του ρόλου των σωματείων. Τα τελευταία ωστόσο είχαν και προηγουμένως αποτύχει να διαμορφώσουν περιβάλλον ασφαλές και ικανό για την υποδοχή των εξερχόμενων από την αγορά εργασίας και την ανακατεύθυνσή τους μέσα σε αυτή.
Ωστόσο, αν αγνοηθεί ή υποτιμηθεί η ανάγκη διαμόρφωσης ενός βιώσιμου συνδικαλιστικού μοντέλου με ουσιαστικό ρόλο που θα ξεφεύγει από τα αμυντικά πρότυπα και θα παρεμβαίνει ενεργά στη διαμόρφωση της επόμενης ημέρας, τότε οι παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας ενέχουν υψηλό οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό ρίσκο. Διαχρονικά έχει αποδειχθεί ότι η αποδυνάμωση και κατάρρευση των σωματείων έχει οδηγήσει σε αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας, που με τη σειράς αποδυναμώνει την εσωτερική κατανάλωση και σε δεύτερη φάση πλήττει τη σταθερότητα της οικονομίας.
Αν και οι κυβερνήσεις, στην Ελλάδα, αποφεύγουν την ευθύνη που συνεπάγεται η αναμόρφωση του διαβρωμένου, αντιπαραγωγικού και κοινωνικά προκλητικού συνδικαλιστικού νόμου, η διατήρηση έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος τόσο για την ανάπτυξη όσο και για τους εργαζομένους, ιδιαίτερα στα παλαιότερα επαγγέλματα. Το συνδικαλιστικό μοντέλο που εφαρμόζεται στην Ελλάδα είναι βαθιά προβληματικό μεν, αλλά κανείς δεν εγγυάται ότι μια εκ βάθρων ανατροπή του θα έχει καλύτερα αποτελέσματα.
Ενα υγιές συνδικαλιστικό μοντέλο μπορεί να οδηγήσει στο περιορισμό της ανεργίας, τη βελτιστοποίηση της αποδοτικότητας των διαβιβαστικών πληρωμών του προϋπολογισμού σε επιδόματα ανεργίας και την ποιοτική αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού. Με αυτές τις πρόνοιες ενισχύεται η εργασιακή ασφάλεια και η παραγωγικότητα επιτυγχάνοντας περιορισμό της εισοδηματικής ανισότητας.
Για τη διασφάλιση της προοπτικής απαιτείται στοχοθεσία και οριοθέτηση του νέου συστήματος, των λειτουργιών και ασφαλιστικών του δικλείδων, έτσι ώστε να υπάρξει μια ασφαλής ρύθμιση και όχι άναρχη απορρύθμιση που θα οδηγήσει σε δεύτερο χρόνο σε απώλεια παραγωγικότητας.
Οι εργασιακές σχέσεις, οι μισθοί, οι υπερωρίες και τα επιδόματα αντιμετωπίζονται αποσπασματικά και αποκεντρωμένα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον σαφής και πλήρης εικόνα της σχέσης κόστους/οφέλους τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους εργαζομένους. Συνεπώς δημιουργείται ένα στρεβλό περιβάλλον, μέσα στο οποίο το οριακό και μοναδιαίο εργασιακό κόστος αυξάνονται ή συμπιέζονται επηρεάζοντας την παραγωγικότητα και τις θέσεις εργασίας, ενώ παράλληλα αυξάνεται το κόστος τόσο σε κεφαλαιακό επίπεδο όσο και στο τελικό αποτέλεσμα.
Η αδυναμία ισόρροπης κατανομής του εργασιακού κόστους, πρόβλεψης της επόμενης ημέρας υποσκάπτει την προσπάθεια οικοδόμησης ενός περιβάλλοντος όπου επιχειρήσεις και εργατικό δυναμικό εξελίσσονται δυναμικά καλύπτοντας ανάγκες σε νέους τομείς και επιλύοντας μέσα από δομημένες διαδικασίες και χωρίς την παρέμβαση του κράτους τα προβλήματα της παραγωγής.
Η παρακμή των συνδικάτων δεν είναι μονάχα ελληνικό φαινόμενο, αλλά κατατρέχει το σύνολο του δυτικού κόσμου καθώς οι επιχειρηματικές ελίτ επικράτησαν στο μπρα-ντε-φερ κατορθώνοντας να επιβάλλουν την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων ως πολιτική εκπορευόμενη από το πολιτικό κατεστημένο.
Χωρίς τα συνδικάτα ο εσωτερικός ανταγωνισμός μεταξύ εργαζομένων, επιχειρήσεων, παραγωγικών μονάδων γίνεται ανεξέλεγκτος, επηρεάζοντας τελικά αρνητικά τις ίδιες τις μονάδες, την αγορά και το τελικό προϊόν. Η δραματική διαφοροποίηση του μοναδιαίου εργασιακού κόστους από χώρα σε χώρα αλλά και μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων οδηγεί σε απρόβλεπτες επιχειρηματικές αποφάσεις ενισχύοντας το αναλαμβανόμενο ρίσκο ασύμμετρα.
Όλοι οι εργαζόμενοι δεν υποφέρουν εξίσου από την παρακμή των συνδικάτων: Στον σημερινό κατακερματισμένο, υπερ-ανταγωνιστικό και παγκοσμιοποιημένο χώρο εργασίας, οι επαγγελματίες υψηλής τεχνολογίας απολαμβάνουν περισσότερη αυτονομία και σεβασμό από ποτέ. Οι λιγότερο μορφωμένοι εργαζόμενοι, αντιθέτως, έχουν χάσει την αντιπροσώπευσή τους και, σε πολλές περιπτώσεις, την αξιοπρέπεια τους. Ο Edward Luce των Financial Times θέτει το πρόβλημα σε σωστές διαστάσεις στο νέο του βιβλίο, «The Retreat of Western Liberalism», επισημαίνοντας ότι
«Μετά την έρευνα, η μεγαλύτερη καταγγελία των εργαζομένων αντιμετωπίζεται με έλλειψη σεβασμού. Είτε εργάζονται σε μια αποθήκη του Αμαζονίου, σερβίρουν γρήγορο φαγητό, είτε κάθονται σε ένα θάλαμο εξυπηρέτησης πελατών, αισθάνονται μειωμένοι με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται». Συνεχίζοντας: «Αυτό έχει συνέπειες όχι μόνο για την ευημερία των εργαζομένων αλλά για την υγεία των Τον καπιταλισμό και ακόμη και τη δημοκρατία».
Αυτές οι συνέπειες που είναι παραπάνω από προφανείς, γίνονται πλέον αισθητές από την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, του Brexit στην Ευρώπη και τις κοινωνικές αναταραχές στο Νότο, καθώς και το διαρκώς διευρυνόμενο gap στην Ευρωζώνη και την Ευρώπη που de fact σε Ένωση πολλαπλών ταχυτήτων.
Η Γερμανία θέλει υψηλού επιπέδου εργατικό δυναμικό
Δραματικές αλλαγές στη γερμανική αγορά εργασίας προμηνύονται από σχετική έκθεση που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της γερμανικής κυβέρνησης.
Την ανησυχητική αυτή εξέλιξη σχολιάζει η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt σε άρθρο της υπό τον τίτλο: «Ξυπνήστε!». Ο δημοσιογράφος προτείνει η γερμανική κυβέρνηση να αλλάξει την κοινωνική της πολιτική: «Η επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να έχει ως βασικό της στόχο να ενισχύσει την ανθεκτικότητα της Γερμανίας απέναντι στο δημογραφικό σοκ της επόμενης δεκαετίας. Γνώμονας αυτής της πολιτικής θα πρέπει να είναι κάθε άνθρωπος ικανός για εργασία στη χώρα να έχει τη δυνατότητα να εργάζεται παρότι έχει οικογένεια». Ταυτόχρονα, σημειώνει η εφημερίδα, «η πολιτική αυτή θα πρέπει να προσελκύει εξειδικευμένο προσωπικό από το εξωτερικό».
Η εφημερίδα Stuttgarter Zeitung επισημαίνει για το ίδιο θέμα «Ο αριθμός ακούγεται απειλητικός: Μέχρι το 2030 (σ.σ. η Γερμανία) θα έχει έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού τριών εκατομμυρίων ατόμων. 3 εκατομμύρια – αυτό σημαίνει ότι κάποιος τα υπολόγισε με μεγάλη ακρίβεια. Το βασικό πρόβλημα της αγοράς εργασίας του μέλλοντος όμως είναι ότι ποτέ δεν ήταν τόσο ασαφές σε ποιους κλάδους θα χρειαστούν στο μέλλον περισσότεροι απασχολούμενοι και σε ποιους λιγότεροι».
«Δεν μπορεί να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι υπάρχει ήδη έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και ότι πρόκειται να αυξηθεί. Και αυτό όχι μόνο για δημογραφικούς λόγους αλλά και επειδή κάποια επαγγέλματα δεν είναι ελκυστικά για εκείνους που έχουν τη δυνατότητα της επιλογής»
παρατηρεί από την πλευρά της η Heilbronner Stimme προσθέτοντας:
«Παρά την ψηφιοποίηση και την μετανάστευση, αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει εάν οι κλάδοι δεν βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας».
Τυφώνας στη Γαλλία
Ο νεοεκλεγείς Γάλλος πρόεδρος έχει δεσμευθεί για μια «επανάσταση» που θα απελευθερώσει την απασχόληση στη Γαλλία, διευκολύνοντας τόσο τις προσλήψεις όσο και τις απολύσεις.
Την ώρα που η δημοτικότητα του κ. Μακρόν εμφανίζει σοβαρή πτώση, διαμαρτυρίες κατά του σχεδίου της κυβέρνησης Φιλίπ αναμένονται από τα συνδικάτα εντός του Σεπτεμβρίου.
Τα κυρίως σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα FO και CFDT, πάντως, εμφανίζονται να μην επιθυμούν ευθεία σύγκρουση με την κυβέρνηση, ενώ επικεφαλής των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων αναμένεται να τεθεί η αριστερή συνομοσπονδία CGT και πολιτικά ο αρχηγός της αριστερής «Ανυπότακτης Γαλλίας» Ζαν-Λουκ Μελανσόν.
Στη Γαλλία η ανεργία αγγίζει το 9,5%, ποσοστό διπλάσιο των υπόλοιπων μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών και ο κ. Μακρόν έχει δεσμευθεί να το μειώσει στο 7% μέχρι τη λήξη της θητείας του, το 2022.
Ο εργατικός κώδικας της χώρας εκτείνεται σε 3.000 σελίδες και θεωρείται από πολλούς γραφειοκρατικός και ανασταλτικός παράγοντας για την απασχόληση.
Το πακέτο 60 μέτρων, το οποίο εκτίθεται σε κείμενο 150 σελίδων, έχει συνταχθεί από την υπουργό Εργασίας Μουριέλ Πενικό και θα παρουσιαστεί από τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Εντουάρ Φιλίπ εντός των επόμενων ωρών.
Μεταξύ των μεγαλύτερων μεταρρυθμίσεων θα βρίσκεται η παροχή στις επιχειρήσεις μεγαλύτερης δυνατότητας για ευελιξία στον καθορισμό των μισθών και των εργασιακών όρων. Οι βασικές διαπραγματεύσεις με τα σωματεία θα γίνονται σε επίπεδο επιχείρησης και όχι σε πανεθνικό επίπεδο.
Επιχειρήσεις με λιγότερους από 50 εργαζόμενους θα μπορούν να διαπραγματεύονται με εκπροσώπους των εργαζομένων, ακόμη και αν αυτοί δεν συνδέονται με τα πανεθνικά συνδικάτα, ενώ γίνεται ακόμη λόγος για «εξορθολογισμό» του θεσμού των συμβουλίων εργαζομένων στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα για τη γαλλική κυβέρνηση είναι η διευκόλυνση των απολύσεων. Αναμένεται να τεθεί ανώτατο όριο στην ατομική αποζημίωση, ωστόσο αυτό θα είναι υψηλότερο απ’ όσο είχε προταθεί αρχικά.
Το παράδειγμα των ΗΠΑ
Στην Αμερική, το σύγχρονο συντηρητικό κίνημα βασίστηκε στον αντικομμουνισμό και τον αντι-συνδικαλισμό. Ο γερουσιαστής Barry Goldwater “ο κ. Συντηρητικός”, έχτισε την πολιτική του καριέρα χτυπώντας τα σωματεία. Ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν, αν και ο πρώην ηγέτης του συνδικάτου, έγραψε ιστορία όταν διέσπασε το σωματείο ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας.
Εάν το 2016 μας δίδαξε κάτι, αυτό ήταν ότι οι εξαθλιωμένοι εργαζόμενοι είναι θυμωμένοι ψηφοφόροι, και οι θυμωμένοι ψηφοφόροι είναι περισσότερο από πιθανό να χτυπήσουν το εμπόριο, τη μετανάστευση, τις ελεύθερες αγορές, ακόμα και την ίδια τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Το επιχειρηματικό μοντέλο του 20ου αιώνα, όπως ονομάστηκε, βασίστηκε σε αντιφατικές πολιτικές για την οργάνωση συγκεκριμένων εταιριών ή εργοστασίων. Αυτό έφερε αποτελέσματα σε μια εποχή ολιγοπωλιακών, τοπικά ριζωμένων εταιριών. Ωστόσο, σε μια εποχή που ακόμη και μια ελαφρά αύξηση του κόστους εργασίας σε ένα εργοστάσιο της Βόρειας Καρολίνας στέλνει δουλειές στην Κίνα, η οργάνωση μίας μόνο εταιρείας μπορεί να αποδειχθεί μπούμερανγκ εναντίον εργαζομένων και των μετόχων.
Και η αναζήτηση λύσεων…
Στις ΗΠΑ αναζητώντας λύσεις στα νέα και διαρκώς εξελισσόμενα προβλήματα έφτασαν να εξετάζουν ευρωπαϊκά μοντέλα, που μπορούν να ωφελήσουν τόσο τις εταιρίες όσο και τους εργαζομένους. Ένα ευρέως γνωστό παράδειγμα, δημοφιλές στην Ευρώπη, είναι το λεγόμενο συμβούλιο εργαζομένων, το οποίο δίνει στους εργαζομένους φωνή στις υποθέσεις των επιχειρήσεων χωρίς να προκαλέσει αντιπαράθεση σε κεντρικό επίπεδο και ενδεχόμενο «έμφραγμα».
Στη Γερμανία, τα συνδικάτα μπορούν να οργανώσουν ολόκληρους τομείς και όχι συγκεκριμένες εταιρίες, παρέχοντας στους εργοδότες και στους εργαζομένους κίνητρα για να συνεργαστούν με τρόπους που βελτιώνουν την ανταγωνιστική θέση των βιομηχανιών.
Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το σύστημα της Γάνδης, επιτυχημένο στη Δανία και τη Σουηδία, στο πλαίσιο του οποίου τα συνδικάτα διαχειρίζονται κρατικά χρηματοδοτούμενα επιδόματα ανεργίας. Διασφαλίζει ότι το δίχτυ ασφαλείας βοηθά τα συνδικάτα να μετατοπίζουν την προσοχή τους από την προστασία μεμονωμένων θέσεων εργασίας στη διατήρηση της συνολικής ασφάλειας εισοδήματος των εργαζομένων. Αυτό με τη σειρά του επιτρέπει στους εργοδότες μεγαλύτερη ευελιξία στις προσλήψεις και απολύσεις.
Κατ ‘αρχήν, τα συνδικάτα θα μπορούσαν να προσφέρουν κατάρτιση που να αναβαθμίζει τους εργαζόμενους για καλύτερες θέσεις εργασίας, έναν ρόλο που μεμονωμένοι εργοδότες δεν είναι πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν (ενδεχομένως να εκπαιδεύσουν τους υπαλλήλους τους για να εργαστούν κάπου αλλού). Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις θα μπορούσαν να ενεργούν ως πρακτορεία απασχόλησης, συνδυάζοντας εργαζομένους με θέσεις εργασίας. Θα μπορούσαν να προσφέρουν και να διαχειρίζονται προγράμματα ασφάλισης υγείας και προγράμματα παροχών. Θα μπορούσαν να διαχειριστούν την ασφάλιση μισθών, βοηθώντας έτσι τους εργαζόμενους από τις αποδιοργανωτικές μεταβάσεις εργασίας.
Η λίστα είναι μεγάλη, ωστόσο το θέμα δεν είναι η προβολή ενός συγκεκριμένου μοντέλου και η προσπάθεια εφαρμογής του. Το ζητούμενο οφείλει να είναι η αναζήτηση εφαρμοσμένων και νέων λύσεων στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού των συνδικάτων.