Μέσα σε έξι μήνες ο Ντόναλντ Τραμπ συνειδητοποίησε ότι ακόμα και ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν μπορεί να επιβάλλει τη δική του ατζέντα και μάλιστα για να το εμπεδώσει απώλεσε το σύνολο σχεδόν των συνεργατών του, ενώ η δαμόκλειος σπάθη της έρευνας των σχέσεων του με τη Ρωσία επικρέμαται πάνω από το κεφάλι του. Σε αυτό το εξάμηνο η πολιτική προσέγγισης με τη Ρωσία μετεξελίχθηκε σε νέες κυρώσεις και ψυχροπολεμική αντιπαράθεση, ενώ τα μέτωπα έχουν πληθύνει και τα περιθώρια ελιγμών έχουν περιοριστεί. Οι πολιτικές ήττες του Ντόναλντ Τραμπ είναι εμβληματικές, ενώ κάθε του νίκη πύρρειος. Την ίδια στιγμή η Γερμανία αποδεικνύει ότι αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της ως ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη και η Γαλλία δεν έχει βρει ακόμα το δρόμο της, αφήνοντας την ευρύτερη περιοχή έρμαιο στην αντιπαράθεση NATO-Ρωσίας.
Για να περάσει το αντιμεταναστευτικό νομοσχέδιο υποχρεώθηκε να το αλλάξει τόσο που στο τέλος μοιάζει με ταξιδιωτική οδηγία και κανόνες ασφάλειας πτήσεων, ενώ το νομοσχέδιο ανάκλησης του obamacare έχει εξελιχθεί σε πολιτικό εφιάλτη τόσο για τον ίδιο τον Τραμπ όσο και τους Ρεπουμπλικάνους, σε τέτοιο βαθμό που στο τέλος θα συμβιβαστεί με αλλαγή του ονόματος.
Από την άλλη πλευρά η απόσυρση από τη NAFTA αποδεικνύεται δυσκολότερη και τελικά οδηγείται σε επαναδιαπραγμάτευση, ενώ η απόσυρση από την TPP προκάλεσε αντιδράσεις και απομάκρυνση συμμάχων. Πύρρειος νίκη και η απόσυρση από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, καθώς έχασε τη στήριξη ηχηρών ονομάτων από τον ιδιωτικό τομέα και βρέθηκε απολογούμενος διεθνώς, ενώ αναγκάστηκε να δώσει τη συγκατάθεσή του στην έκδοση κοινού ανακοινωθέντος του G7 για το ελεύθερο εμπόριο, μόνο με την προσθήκη “δίκαιο”.
Ο Ντόναλντ Τραμπ αναγκάστηκε σε στροφή 180 μοιρών στο NATO, αποδεχόμενος όχι μόνο την επιβεβλημένη αναγkαιότητά του, αλλά ζητώντας αύξηση αμυντικών δαπανών όλων των χωρών και στηρίζοντας έστω και απρόθυμα την πολιτική αντιπαράθεσης με τη Ρωσία στη Βαλτική, τα Βαλκάνια και τη Συρία.
Με τον Λευκό Οίκο και το Πεντάγωνο να ελέγχονται από στρατηγούς και τη Γερουσία να έχει τα ηνία της εξωτερικής πολιτικής το σκηνικό καθίσταται πιο σύνθετο, οι ισορροπίες πιο λεπτές το δόγμα της πολιτικής χαλιναγώγησης του στρατού αντιστρέφεται στους κόλπους της υπερδύναμης σε στρατιωτική χαλιναγώγηση της πολιτικής.
Ξυπνούν τα φαντάσματα των Βαλκανίων
Αν και πολλοί επιμένουν να βλέπουν τις εξελίξεις στη Βαλτική αποκομμένες τόσο από την Ευρώπη όσο και τα Βαλκάνια, εν τούτους κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς η περιοχή της αυτή αποτελεί το φυσικό, πολιτικό και πολιτιστικό σύνορο της Ρωσίας. Ετσι κάθε φορά που ένας παράγοντας της εξίσωσης ισορροπίας δυνάμεων μεταβάλλεται σε μια από τις περιοχές, έχουμε de facto μεταβολή του αποτελέσματος, γεγονός που επηρεάζει εξ ορισμού και τα Βαλκάνια.
Η προσπάθεια αναδιάταξης σφαιρών επιρροής που ξεκίνησε με την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας από τη Δύση και την επέμβαση της Ρωσίας στην Κριμαία, πέρασε γρήγορα και με ένταση στη Βαλτική και από κει στα δυτικά Βαλκάνια, για να ακολουθήσουν τα Νότια Βαλκάνια.
Η εντεινόμενη αντιπαράθεση NATO-Ρωσίας εστιάζεται πλέον στις “ανένταχτες” χώρες των Βαλκανίων, ξεκινώντας από το Μαυροβούνιο το οποίο προσφάτως και αφού πέρασε δια πυρός και σιδήρου, εντάχθηκε στο NATO, και φτάνοντας μέχρι την πΓΔΜ η οποία επαναδρομολογείται και μάλιστα βίαια σε ευρωατλαντική τροχιά.
Στη συνέχεια ακολουθεί η Βοσνία, το Κόσοβο, η Αλβανία και εν τέλει η ευρωπαϊκή… Σερβία, χώρες τις οποίες η ΕΕ θέλει αλλά δεν μπορεί να αγκαλιάσει, ενώ το NATO είναι πολύ λίγο και πολιτικά και οικονομικά αδύναμο για να διασφαλίσει τη σταθερότητα του συμπλέγματος αυτού.
Αν και ένα σενάριο ευρείας ανάφλεξης δεν συγκεντρώνει ιδιαίτερες πιθανότητες σε αυτή τη φάση, η αναζωπύρωση του αλβανικού εθνικισμού ως μέσο ελέγχου των κεντρικών Βαλκανίων, από το NATO (ΗΠΑ και ΕΕ) ενισχύει τις πιθανότητες ασύγχρονων εκρήξεων και αποτελεί ασύμμετρη απειλή. Επίσης οι ισχυρές διασυνδέσεις της Τουρκίας με τις περιοχές μεγάλης συγκέντρωσης μουσουλμανικού-αλβανικού στοιχείου αποτελεί μια ακόμη πτυχή η οποία φαίνεται να έχει υποτιμηθεί στους σχεδιασμούς που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Από την άλλη πλευρά η στρατηγική ευκαιριακών συμμαχιών που ακολουθεί η Μόσχα προκειμένου όχι τόσο να ελέγξει την περιοχή, που είχε υπό την επιρροή της από τη διάσκεψη της Γιάλτας έως την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όσο για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της ισχύ σε άλλα μέτωπα στα οποία συναντάται είτε με το NATO, είτε με ομάδες χωρών, ή μεμονωμένους παίχτες.
Τα μέτωπα στα οποία επικεντρώνει τώρα η Μόσχα είναι η Συρία, η Ουκρανία, η Ανατολική Ευρώπη και οι χώρες της Βαλτικής καθώς και η Ανταρτική. Το Κρεμλίνο όμως επεμβαίνοντας στα Βαλκάνια όπου διαθέτει ερείσματα -αν και πολύ περιορισμένα- επιχειρεί να διευρύνει το γεωπολιτικό εκτόπισμα των θέσεών του και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους παίχτες να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία στο πλαίσιο πολιτικής κατευνασμού και όχι προκλήσεων.
Η ανάλυση της κατάστασης, ασχέτως των εξελίξεων είναι στατική και η μόνη ελπίδα για μια μακρόβια και συνεκτική μπορεί να προέρχεται μόνο από την Ευρώπη, η οποία όμως υπό τη γερμανική κυριαρχία έχει αποτύχει να εμπνεύσει τις νέες χώρες της Βαλτικής και έχει πυροδοτήσει δυσαρέσκεια και κυκλικές φυγόκεντρες τάσεις στο Νότο.
Η γερμανική πολιτική δεν απέχει πολύ από τη ρωσική στο επίπεδο των ad hoc συμμαχιών, αποδεικνύοντας ότι δεν έχει μπολιαστεί από τη στρατηγική των ισχυρών δεσμών.