Ενας χρόνος συμπληρώθηκε από το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15 Ιουλίου του 2016 και οι πληγές στην τουρκική κοινωνία και πολιτική όχι μόνο δεν έχουν επουλωθεί αλλά διευρύνονται, επιμολύνονται και ο διχασμός βαθαίνει. Μετά το πραξικόπημα και μέχρι και σήμερα ο Ταγίπ Ερντογάν έχει εξαπολύσει πογκρόμ κατά πάντων, έχει απολύσει δεκάδες χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, πανεπιστημιακούς, αστυνομικούς στρατιωτικούς και διώκει ακόμη και επιχειρηματίες κατηγορώντας τους για σχέσεις με τον Φετουλάχ Γκιουλέν, το οποίο κατονομάζει ως υποκινητή των γεγονότων.
ένα χρόνο μετά το πραξικόπημα, μελέτη του Σουηδικού Κέντρου Ελευθερίας υποστηρίζει ότι ήταν σκηνοθετημένο από τον ίδιο τον Ταγίπ Ερντογάν επικαλούμενο δημόσια έγγραφα και γεγονότα. Οι δυτικές χώρες αρνούνται να εκδώσουν Τούρκους που κατηγορούνται για συμμετοχή στα γεγονότα ή/και σχέσεις με τον Φετουλάχ Γκιουλέν.
Οι ΗΠΑ δεν εκδίδουν, χωρίς ωστόσο να απαντούν αρνητικά, τον κατηγορούμενο ως υποκινητή, ιεροκήρυκα που ζει αυτοεξόριστος στην Πενσυλβάνια, Φετουλάχ Γκιουλέν. Στην Ευρώπη, η Γερμανία δίνει αφειδώς σε Τούρκους πολίτες που διώκονται, ή πρόκειται για διωχθούν σχετικά με το πραξικόπημα. Παράλληλα η Κομισιόν και το Ευρωκοινοβούλιο έχουν αναστείλει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις εγκαλώντας τον Ταγίπ Ερντογάν για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Παράλληλα βαρύ είναι το κλίμα για τον Ταγιπ Ερντογάν και στις ΗΠΑ, παρά τις προσδοκίες για επαναπροσέγγιση με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, με αποτέλεσμα ακόμα και ποινικές διώξεις να ασκηθούν σε βάρος σωματοφυλάκων του Τούρκου προέδρου κατά την επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο.
Αντιθέτως, σε πολύ καλύτερη κατάσταση βρίσκονται οι σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας καθώς έχουν αποκατασταθεί σε όλα τα επίπεδα και παρά τη δολοφονία του Τούρκου πρέσβη στην Άγκυρα. Ρώσοι τουρίστες σώζουν την τουρκική οικονομία, ενώ ο Βλάντιμιρ Πούτιν ενέκρινε την πώληση των πυραύλων S-400 στην Τουρκία ένανντο 2,5 δισ. δολαρίων.
Σε μια ακόμη προσπάθεια να εκβιάσει πολιτική νομιμοποίηση ο Ταγίπ Ερντογάν ζήτησε από τους δυτικούς ηγέτες να τον στηρίξουν, επισημαίνοντας ότι σε διαφορετική περίπτωση συντάσσονται με τους τρομοκράτες.
«Δεν είναι δυνατόν να συγχωρέσουμε την προδοσία του πραξικοπήματος. Δυστυχώς, οι σύμμαχοι της Τουρκίας, ιδιαίτερα οι φίλοι μας στη Δύση, δεν κατάφεραν να εκτιμήσουν τη σημασία του τι συνέβη. Αντί να εκφράσουν αλληλεγγύη στους συμπατριώτες μας, αρκετές δυτικές κυβερνήσεις και θεσμοί προτίμησαν να περιμένουν και να δουν πώς θα εξελιχθεί η κρίση. Η υποκρισία τους και τα διπλά στάνταρντ ενόχλησαν βαθιά τον τουρκικό λαό, που ρίσκαρε τα πάντα για να υπερασπιστεί την ελευθερία»,
γράφει ο Ερντογάν στο άρθρο του στη βρετανική εφημερίδα.
Ο Ταγίπ Ερντογάν σε άλλο άρθρο που έγραψε ο ίδιος και δημοσιεύεται στην αγγλόφωνη Σαμπάχ χαρακτηρίζει την 15η Ιουλίου μέρα «Αναγέννησης» της Τουρκίας και αντιδρά στις χώρες και τους οργανισμούς που θεωρεί ότι υποστηρίζουν τους υπεύθυνους του πραξικοπήματος και προθέτει: «Το πραξικόπημα μάς έδειξε τους πραγματικούς μας φίλους.»
«Η αντίσταση του τουρκικού λαού στο πραξικόπημα θα αποτελέσει ελπίδα και παράδειγμα για τους λαούς που αγαπούν την ελευθερία τους σε όλο τον κόσμο. Αλλά δυστυχώς σύμμαχοι της Τουρκίας και ειδικότερα οι φίλοι μας στη Δύση, απέτυχαν να κατανοήσουν ουσιαστικά τα όσα ζήσαμε. Κάποιες δυτικές κυβερνήσεις και φορείς, αντί να συμπαρασταθούν στον λαό μας που αντιστεκόταν στο πραξικόπημα, ακολούθησαν στρατηγική “αναμονής”»
γράφει σε άλλο άρθρο του που δημοσιεύεται σήμερα στη βρετανική Γκάρντιαν ο πρόεδρος της Τουρκίας και συνεχίζει :
«Η διπροσωπία τους και τα δύο μέτρα και δύο σταθμά που εφαρμόζουν έχουν ενοχλήσει βαθιά τον τουρκικό λαό…»
Στο ίδιο άρθρο ο Ταγίπ Ερντογάν επιτίθεται στη Δύση λέγοντας ότι «
οι σκληρές επικρίσεις για τις προσπάθειες εντοπισμού και απομάκρυνσης από τον κρατικό μηχανισμό των μελών της οργάνωσης του Γκιουλέν, προκαλούν ερωτηματικά για τη στήριξη της Δύσης στη Δημοκρατία και ασφάλεια της Τουρκίας».