Σύγχυση, ανησυχία και φοβίες έχει προκαλέσει στην επενδυτική κοινότητα η ασαφής στάση της ΕΚΤ και της Κομισιόν απέναντι στις τράπεζες επιτρέποντας χώρες να επιλέξουν τελικά το μοντέλο αντιμετώπισης κρίσεων που επιθυμούν, αγνοώντας την οδηγία εκκαθάρισης και αναδιάρθρωσης τραπεζών BRRD και υποσκάπτοντας την πρόοδο στην κατεύθυνση της τραπεζικής ενοποίησης. Με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ανοίγματα να παραμένουν σε δυσλειτουργικά υψηλά επίπεδα το παράδειγμα της Ιταλίας που έσωσε με κρατικό χρήμα δυο τράπεζες και της Ισπανίας που οδήγησε μια σε διάλυση είναι η τελευταία προφανής περίπτωση ευρωπαϊκής αδυναμίας διαμόρφωσης και επιβολής ενιαίας πολιτικής.
Οι εξελίξεις αυτές έρχονται τη στιγμή που Γαλλία και Γερμανία έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδο τις συζητήσεις για τη σταδιακή εφαρμογή ενιαίων κανόνων καταγραφής και διαχείρισης ρίσκου από τις τράπεζες θέλοντας να συγκαλύψουν κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών τους και χρησιμοποιώντας το ζήτημα ως μέσο πίεσης στην ΕΚΤ για την αλλαγή νομισματικής πολιτικής.
Με τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις επί της θεσμικής, κανονιστικής και πολιτικής αντιμετώπισης των τραπεζών να εντείνονται και το χάσμα να διευρύνεται τόσο μεταξύ Βορά και Νότου όσο και μεταξύ Βερολίνου και ΕΚΤ το τοπίο καθίσταται ομιχλώδες, οι επενδυτές ανησυχούν και η διάθεση ανάληψης ρίσκου περιορίζεται. Ετσι υποσκάπτεται η εφαρμογή της πολιτικής της ΕΚΤ για περιορίζεται η αποτελεσματικότητα τόσο των χαμηλών-αρνητικών επιτοκίων όσο και του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.
Τα προβλήματα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες δεν έχουν αντιμετωπιστεί, οι οδηγίες των εποπτικών αρχών αν και έχουν διαμορφώσει πλαίσιο στην πραγματικότητα αποδεικνύεται στην πράξη ότι η εφαρμογή τους είναι επιλεκτική.
Οι τράπεζες της Ευρωζώνης υπόκεινται σε αυξανόμενες πιέσεις για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ιδιαίτερα μετά το bail-out των ιταλικών τραπεζών Veneto Banca και της Banca Popolare di Vicenza, που στοίχισε 19 δισ. στο ιταλικό δημόσιο, κατά παράβαση της BRRD. Από την άλλη πλευρά η Ισπανική Banco Popular Espanol οδηγήθηκε σε διάλυση και κονιορτοποίηση με τους με τους πιστές και τους μετόχους να πληρώνουν το τίμημα.
Σύμφωνα με έκθεση της Fitch Ratings οι ελληνικές, ιταλικές και ισπανικές τράπεζες έχουν μεταξύ των χειρότερων δεικτών NPL/ακαθάριστων δανείων στην Ευρώπη.
Τον Μάρτιο του 2017, η ΕΚΤ εξέδωσε οδηγίες που απαιτούν από τις τράπεζες με υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια να σχεδιάσουν στρατηγικές για τη μείωσή τους, περιλαμβανομένου του διαχωρισμού, της εξυπηρέτησης και των πωλήσεων χαρτοφυλακίου. Η ρυθμιστική αρχή θα είναι σε θέση να παρακολουθεί την τήρηση της στρατηγικής και να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα. Οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι οι υψηλότερες στις μεγαλύτερες ελληνικές και κυπριακές τράπεζες, ενώ η Ιταλία είχε 12 τράπεζες με δείκτες τέλους 2016, οι οποίοι υπερβαίνουν το διπλάσιο του σταθμισμένου μέσου όρου του 5,1% που ανέφερε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.
Στην Ιταλία, τα προβληματικά δάνεια έχουν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου ύφεσης και μόλις πρόσφατα η οικονομία άρχισε να δίνει στις τράπεζες αναπνοή για να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν αυτή την κληρονομιά. Εάν οι μεγάλες τιτλοποιήσεις NPL που σχεδιάζει η UniCredit, υποστηριζόμενες από την πρόσφατη αύξηση του κεφαλαίου της και από τη Banca Monte dei Paschi di Siena στο πλαίσιο της προληπτικής αναδιάρθρωσης κεφαλαίου, ξεκινήσουν με επιτυχία τον επόμενο μήνα, αναμένεται μεγαλύτερη χρήση του εργαλείου για τη μείωση των NPL/ΝΠΕ. Όμως, οι μεγάλες πωλήσεις και οι τιτλοποιήσεις NPL είναι δύσκολο να επιτευχθούν και καμία από τις μεγάλες ανακοινωθείσες συναλλαγές δεν έχει κλείσει ακόμη.
Η αντιπαραβαλλόμενη μεταχείριση της Banco Popular Espanol, η οποία τέθηκε σε απόφαση, και η Veneto Banca και η Banca Popolare di Vicenza, οι οποίες είχαν εκκαθαριστεί, εγείρει ερωτήματα σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας της ΕΕ για την ανάκτηση και επίλυση τραυματισμών (BRRD). Η BRRD αποσκοπεί στην προστασία των φορολογουμένων από το κόστος των τραπεζικών χρεοκοπιών, αναγκάζοντας τους πιστωτές των τραπεζών να επωμιστούν τις ζημιές. Στην Ιταλία όμως το κράτος αποφάσισε να προστατεύσεις τους ομολογιούχους αυξημένης εξασφάλισης και να καταβάλλει 5,2 δισεκατομμύρια ευρώ σε μετρητά και έως 12 δισεκατομμύρια ευρώ σε εγγυήσεις προς την Intesa Sanpaolo, αποτελεί πισωγύρισμα στην προ-BRRD περίοδο και δημιουργεί προφανή ανακολουθία που παράγει συγκεκριμένα μηνύματα.
Η Fitch υποστηρίζει ότι η αντιμετώπιση των προβληματικών τραπεζών θα καταστεί σαφέστερη μόλις υπάρξει η ελάχιστη απαίτηση της ΕΕ για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL). Το MREL, σε συνδυασμό με μια πιθανή νέα τάξη μη προτιμώμενου ομολογιακού δανείου σε επίπεδο ΕΕ, θα παράσχει χρέος απορρόφησης ζημιών που θα είναι επιλέξιμος για εγγύηση, σύμφωνα με τον οποίο οι ασπίδες θα προτιμούσαν τις αρχικές υποχρεώσεις από τις ζημίες που προκλήθηκαν από την επίλυση. Αυτό θα πρέπει να μειώσει σημαντικά την ανάγκη χρήσης κρατικών πόρων.
Το MREL πρόκειται να εφαρμοστεί έως το 2022, ενώ τα καθεστώτα αφερεγγυότητας σε ολόκληρη την Ευρώπη προσαρμόζονται εν τω μεταξύ ώστε να δοθεί η δυνατότητα στις τράπεζες να εκδίδουν ανασφάλιστα ομόλογα. Αυτό το μήνα το Συμβούλιο της ΕΕ συμφώνησε ως προς τη δέσμη προτάσεων που αποσκοπούσαν στη μείωση του κινδύνου στον τραπεζικό κλάδο, συμπεριλαμβανομένου ενός σχεδίου οδηγίας που απαιτεί από τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν μια νέα τάξη μη προτιμώμενου ομολογιακού δανείου, που είναι επιλέξιμα να πληρούν την απαίτηση υποταγής στη διαδικασία εκκαθάρισης λόγο αφερεγγυότητας. Αυτό θα διευκολύνει τη διασυνοριακή εφαρμογή των κανόνων εγγύησης.