Διαρκώς διευρυνόμενο είναι το χάσμα μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια σειρά από ζητήματα κυρίως λόγω των πολιτικών που προσπαθεί να εφαρμόσει ο Ντόναλντ Τραμπ, αυτή τη φορά όμως η ρήξη οφείλεται στη σκλήρυνση στάσης της Γερουσίας των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας, με το νέο νόμο που ψηφίστηκε και διευρύνει τις κυρώσεις πλήττοντας ευρωπαϊκές και ιδιαίτερα γερμανικές εταιρίες.
Μείζον θέμα για τη Γερμανία, την Αυστρία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι η προμήθεια ενέργειας καθώς η Ρωσία αποτελεί το μεγαλύτερο εξωτερικό προμηθευτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ μόλις πρόσφατα ολοκληρώθηκαν συμφωνίες με τη Gazprom για την αύξηση της χρήσης του αγωγού Opal, κατασκευή του Nordstream II και ολοκλήρωση της διαδικασίας ελέγχου της ρωσικής εταιρίας από την επιτροπή ανταγωνισμού της Κομισιόν.
Η Άνγκελα Μέρκελ καλείται τώρα να διαμορφώσει ένα νέο μείγμα εξωτερικής πολιτικής προς τη Ρωσία και απέναντι στις ΗΠΑ το οποίο θα μπορέσει να στηρίξει η ΕΕ. Η νέα πολιτική θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή “μια σου και μια μου” δηλαδή “Tit for Tat” η οποία είναι ενσωματωμένη στο γερμανικό διαπραγματευτικό dna και μπορεί να κρατήσει τον Πούτιν υπό έλεγχο. Ωστόσο οποιαδήποτε κίνηση προσέγγισης με τη Ρωσία αυτή τη στιγμή θεωρείται βέβαιο ότι θα δημιουργήσει αντιδράσεις στο πολιτικό κατεστημένο των Ρεπουμπλικανών στις ΗΠΑ.
Τούτων δοθέντων η πρωτοβουλία των ΗΠΑ να πλήξουν τις ενεργειακές σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας αποτελεί casus belli για τη Γερμανία η οποία διαφοροποίησε σε όλα τα επίπεδα και τους τόνους τη στάση της, θέση που αναμένεται να καταγραφεί και στο συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων και Άμυνας αλλά και στις Συνόδους Κορυφής.
[graphiq id=”7b1ZdTTZ9LT” title=”Οι μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι της Ρωσίας” width=”700″ height=”613″ url=”https://sw.graphiq.com/w/7b1ZdTTZ9LT” frozen=”true”]
Απορρίπτοντας το νέο πακέτο αμερικανικών κυρώσεων προς τη Ρωσία οι σχέσεις Μέρκελ-Πούτιν de facto βελτιώνονται και αποκτούν προοπτική, ενώ ικανοποιούνται και μια σειρά από χώρες, όπως η Ουγγαρία, που έχει ξεκινήσει διαδικασία επαναπροσέγγισης με τη Ρωσία, υπό τον ακροδεξιό πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπάν.
Το νέο πακέτο κυρώσεων που ενέκρινε η Γερουσία δεν είναι το μόνο ανοιχτό ζήτημα που ταλανίζει τον άξονα ΗΠΑ-ΕΕ κατά Ρωσίας. Η εντεινόμενη δραστηριότητα του NATO στα ανατολικά σύνορα της ΕΕ, η προοπτική δημιουργίας Ευρωστρατού και οι διπλωματικοί χειρισμοί στην ευρύτερη περιοχή της Βαλτικής αποτελούν σημεία τριβής.
[graphiq id=”9VmLV9xvrsV” title=”Οι μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι της Γερμανίας” width=”700″ height=”632″ url=”https://sw.graphiq.com/w/9VmLV9xvrsV” frozen=”true”]
Η ευρωπαϊκή αντίδραση εκφράστηκε πρώτα από τον Γερμανό αντικαγκελάριο και υπουργό Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Αυστριακό καγκελάριο Κερν, ενώ ακολούθησε ο εκπρόσωπος Τύπου της Άγκελα Μέρκελ που επισφράγισε τη ρήξη.
Υπάρχει σημαντική ομοφωνία στο περιεχόμενο αυτής της δήλωσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι κυρώσεις αφορούν ρωσικές ενέργειες αλλά θίγουν και ευρωπαϊκές εταιρείες. Αυτό είναι απαράδεκτο.
Ο υπουργός των Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, που εξέδωσε την κοινή με τον Αυστριακό ανακοίνωση, είναι μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που αντιπαρατάσσεται στη Μέρκελ στις εκλογές του φθινοπώρου, αλλά είναι επίσης γνωστός υποστηρικτής της συνεργασίας με την Ρωσία. Υπήρχε κατά συνέπεια κάποια αμφιβολία εάν η ανακοίνωση που εξέδωσαν εξέφραζε το σύνολο της γερμανικής κυβέρνησης, ή μόνο τους συνεργαζόμενους σοσιαλδημοκράτες.
Η δήλωση του Σάϊμπερτ εκ μέρους της Μέρκελ ξεκαθαρίζει το θέμα και καθιστά απολύτως σαφές για την ενιαία αντίθεση της γερμανικής κυβέρνησης στις νέες αμερικανικές κυρώσεις.
Εκτενή δημοσιεύματα στο DW και σε άλλα ευρωπαϊκά media καθιστούν σαφές ότι πρόθεση της Γερμανίας δεν είναι μόνο να εκφράσει τη διαφωνία της αλλά να παγιώσει την απόσταση στις ευρωπαμερικανικές σχέσεις, σε ζήτημα που άπτεται της αμερικανικής γερουσίας και όχι του Ντόναλντ Τραμπ.
Με τον τρόπο αυτό το Βερολίνο δημιουργεί τον απαιτούμενο χώρο για ελιγμούς στον Ντόναλντ Τραμπ ώστε να μην εφαρμόσει το νέο πακέτο κυρώσεων και να μπορέσει να βελτιώσει την επικοινωνία του με τον Βλάντιμιρ Πούτιν.
«Η απειλή εναντίον εταιρειών από την Γερμανία, την Αυστρία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με ποινές στην αμερικανική αγορά εάν συμμετάσχουν σε προγράμματα φυσικού αερίου όπως το Νόρντ Στρημ 2 με την Ρωσία, ή τα χρηματοδοτήσουν, εισάγει μια εντελώς νέα και πολύ αρνητική ποιότητα στις ευρω-αμερικανικές σχέσεις.»
αναφέρεται στην ανακοίνωση της καγκελαρίας της Γερμανίας που εξέδωσε ο Στέφεν Σάιμπερτ.
Κατ ουσίαν ζητά διατήρηση του προηγούμενου καθεστώτος κυρώσεων έτσι ώστε να μην πλήττονται τα γερμανικά συμφέροντα. Δεδομένου ότι οι Γερμανοί θεωρούν τον αγωγό Νορντ Στρημ 2 αναγκαίο για τα οικονομικά τους συμφέροντα εξαγριώθηκαν μ’ αυτό που βλέπουν σαν απειλή των Αμερικανών να εκτροχιάσουν το πρόγραμμα, απειλώντας με πρόστιμα τις εταιρίες τους.
[infogram id=”eu_energy_imports” prefix=”3Aw” format=”interactive” title=”EU Energy Imports”]
Λέγεται συχνά και πολύ σωστά ότι η Ρωσία είναι για την Γερμανία ένας σχετικά μικρός πελάτης και ότι οι επιπτώσεις των κυρώσεων στην γερμανική οικονομία ήσαν μικρές. Ενώ αυτό αληθεύει, παραβλέπει την μεγαλύτερη αλήθεια ότι – όπως έχω πολλάκις ακούσει ο ίδιος- η γερμανική επιχειρηματική κοινότητα θεωρούσε, πριν από τις κυρώσεις, την Ρωσία ως το κλειδί του οικονομικού μέλλοντος της Γερμανίας: Μια τεράστια χώρα, με απεριόριστες οικονομικές δυνατότητες, με γεωγραφική και πολιτιστική γειτνίαση, με ένα Πρόεδρο με ισχυρή συμπάθεια για την Γερμανία, η οποία θα μπορούσε να είναι για την Γερμανία ότι είναι η Δύση για τις ΗΠΑ.
Εκτός αυτού υπάρχει ο πρόσθετος παράγων ότι το πρόγραμμα της Γερμανίας να εγκαταλείψει τον άνθρακα και τις πυρηνικές εγκαταστάσεις οδηγεί στην Ρωσία ως την προφανή πηγή φτηνής ενέργειας.
Από τη μια πλευρά η Μέρκελ σαφώς δεν θέλει να βρεθεί προεκλογικά σε θέση όπου φαίνεται να θυσιάζει τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας στις ιδιοτροπίες Αμερικανών πολιτικών, όταν μάλιστα οι αντίπαλοι Σοσιαλδημοκράτες υπερασπίζονται αυτά τα εθνικά συμφέροντα. Και αυτό εξηγεί γιατί έβαλε τον εκπρόσωπό της να κάνει την σχετική δήλωση. Από την άλλη πλευρά, όπως δείχνουν όσα δήλωσε κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στη Ρωσία, δεν μπορεί να φέρει τον εαυτό της να παραδεχθεί ήττα, συμφωνώντας στην άρση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί.