Με διαρροή της έκθεσης της Κομισιόν για το ελληνικό χρέος συνεχίζεται η δημόσια διαπραγμάτευση μετά το Eurogroup της 15ης Ιουνίου, αποδεικνύοντας ότι ούτε η Κομισιόν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί επ αόριστον παράταση του κλίματος αβεβαιότητας και της ομηρίας της Ελλάδας από τον ESM. Σε αποσπάσματα της έκθεσης της Κομισιόν που δημοσιεύει το Bloomberg οι αναλυτές εκφράζουν ανησυχία για την υπέρβαση του πλαφόν 20% του ΑΕΠ σε δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους, υποστηρίζοντας ότι το σενάριο που χρησιμοποίησε στις προβλέψεις του Eurogroup προβλέπει ανάπτυξη 3-4% έως το 2060.
Ωστόσο η έντονη διαφοροποίηση της Κομισιόν και η διαρροή της έκθεσης στο Bloomberg καταδεικνύουν σκηνικό σύγκρουσης Μοσκοβισί-Ρέγκλινγκ και Μακρόν-Σόιμπλε, κατάσταση η οποία βραχυχρόνια μπορεί να ωφελήσει την Ελλάδα, αλλά αν συντηρηθεί μακροχρόνια θα οδηγήσει σε εξάντληση και σε λύσεις ανάγκης. Το γεγονός ότι η Κομισιόν και η Γαλλία ανοίγουν τα χαρτιά τους αμέσως μετά το Eurgroup είναι ενδεικτικό της προσπάθειας να κλείσουν ευρύτερα διαπραγματευτικά μέτωπα πριν τις γερμανικές εκλογές, γεγονός που ενδεχομένως να υποβαθμίζει το ελληνικό ζήτημα σε επίπεδο μοχλού πίεσης και όχι βασικού σκοπού.
Γαλλία και Γερμανία αν και έχουν συμφωνήσει στην ανάγκη αναθεώρησης ευρωπαϊκών συνθηκών έχουν ανοιχτό μέτωπο στον καταμερισμό αρμοδιοτήτων, με το Βερολίνο να προσπαθεί να υποβαθμίσει την Κομισιόν και το Ευρωκοινοβούλιο με το Eurogroup και τον ESM όπου οι ισορροπίες διαμορφώνονται ευκολότερα και όπου η οικονομική ισχύς έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο. Στους σχεδιασμούς αυτούς αντιτίθενται τόσο η Κομισιόν όσο και η Γαλλία επιδιώκοντας από αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων οργάνων και υπαγωγή του Eurogroup και το ESM στον επίτροπο Οικονομικών υποθέσεων, ο οποίος θα αναβαθμιστεί σε πρόεδρο της Ευρωζώνης.
Το ελληνικό ζήτημα
Σε αυτή τη βάση στο πλέγμα εκθέσεων της Κομισιόν επισημαίνεται η ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, ενώ ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι το έγγραφο έχει συνταχθεί μετά τη συμφωνία του Eurogroup της 15ης Ιουνίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από το αναθεωρημένο κείμενο του μνημονίου, συντάσσεται η έκθεση συμμόρφωσης, αλλά και η αναθεωρημένη έκθεση βιωσιμότητας του χρέους (DSA). Αντίστοιχα κείμενα θα δημοσιεύσει τόσο η ΕΚΤ όσο και το ΔΝΤ.
Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει το Bloomberg, αναφέρει ότι στη λήξη του τρίτου μνημονίου τον Αύγουστο του 2018 θα έχουν παραμείνει αδιάθετα περίπου 27,4 δισ. ευρώ από τα συνολικά 86 δισ. ευρώ που έχουν εγκριθεί ως χρηματοδοτικοί πόροι για την Ελλάδα. Απ’ αυτά τα 27,4 δισ. ευρώ, περίπου τα 9 δισ. ευρώ προορίζονται να αξιοποιηθούν για τη λεγόμενη προληπτική γραμμή πίστωσης (buffer). «Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα θα χρειαστεί επιπρόσθετα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών» φέρεται να αναφέρει η έκθεση.
Η απόφαση του Eurogroup της 22ας Μαΐου 2016 αναφέρει ότι οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης έχουν δεσμευτεί να λάβουν κάθε απαραίτητο μέτρο ώστε οι ετήσιες ανάγκες της Ελλάδας για την εξυπηρέτηση του χρέους να μην ξεπεράσουν το 15% μεσοπρόθεσμα και το 20% σε μακροχρόνια βάση.
Με βάση την έκθεση βιωσιμότητας του χρέους (DSA) της Κομισιόν, οι ετήσιες ανάγκες θα πέσουν στο 9,3% του ΑΕΠ το 2020 από 17,5% το 2017, αλλά θα αυξηθούν ενδεχομένως και πάνω από το όριο του 20% μέχρι το 2045, σύμφωνα τουλάχιστον με το «βασικό σενάριο». Σε αυτό το πλαίσιο θεωρείται πιθανό να χρειαστούν και επιπρόσθετα μέτρα, όπως είναι η επέκταση της διάρκειας αποπληρωμής των δανείων, αλλά και η επιμήκυνση στις περιόδους χάριτος).
Η έκθεση αυτή αμφισβητεί ευθέως παραδοχές και συμπεράσματα του ESM και του Βερολίνου, προσεγγίζει τη γραμμή του ΔΝΤ και δημιουργεί προϋποθέσεις για διεύρυνση του μετώπου με τη συμμετοχή της ΕΚΤ.
Το βασικό σενάριο της Κομισιόν προβλέπει ότι το ΑΕΠ θα αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 3%-4% ετησίως, πρόβλεψη η οποία είναι σαφώς πιο αισιόδοξη σε σχέση με την αντίστοιχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο και βλέπει τη μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ στο 1%-1,2% περίπου. Παρά την αισιόδοξη εκτίμηση για την πορεία του ΑΕΠ, το βασικό σενάριο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα υπάρξει κατακόρυφη αύξηση των ετήσιων αναγκών εξυπηρέτησης του χρέους ειδικά μετά τα μέσα του 2030. Από το 2033 και μετά οι ετήσιες ανάγκες θα ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ και θα φτάσουν στο 56% το 2060, ενώ το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μπορεί να φτάσει και στο 241,4% μέχρι το 2060.
Εκτός από την απαισιόδοξη αναφορά όσον αφορά την πορεία του χρέους, οι συντάκτες της έκθεσης στέκονται και στην «αβεβαιότητα που περιβάλλει την ικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να διατηρήσουν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τις επόμενες δεκαετίες μέχρι το 2060», ενώ η ανάπτυξη της οικονομίας εκτιμάται ότι μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά τόσο εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού όσο και εξαιτίας της μεταβολής στην παράμετρο της παραγωγικότητας.