Καθώς κατακάθεται ο κουρνιαχτός του Eurogroup, τα δεδομένα ξεκαθαρίζουν, οι αγορές-επενδυτές αναδεικνύονται σε λυδία λίθο της συμφωνίας είναι πλέον εφικτή μια πιο ψύχραιμη αποτίμηση του νέου σκηνικού, χωρίς ωστόσο να μπορεί να εξαλειφθεί πλήρως ο πολιτικός θόρυβος.
Οι ανακοινώσεις και οι διαρροές του ΔΝΤ και της ΕΚΤ σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του Έλληνα υπουργού Οικονομικών, του Γερμανού ομολόγου του και του Ευρωπαίου επίτροπου Οικονομικών Υποθέσεων προσδιορίζουν επαρκώς το πεδίο ως προς τη λογική και τη σκοπιμότητα της απόφασης καθώς και τα επόμενα βήματα. Η ανακοίνωση του Eurogroup αποτελεί στην ουσία μια νέα καταγραφή ισορροπιών σε πολιτικό και τεχνικό επίπεδο, προσδιορίζοντας τα ανοιχτά προς συζήτηση αντικείμενα.
Η ΕΚΤ δήλωσε ότι απαιτείται μεγαλύτερη σαφήνεια στα μέτρα για το χρέος προκειμένου να επεξεργαστεί το σενάρο της ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, με αποτέλεσμα οι οίκοι αξιολόγησης να μην αναθεωρήσουν τις αξιολογήσεις τους για την Ελλάδα. Για να έρθει στη συνέχεια ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ και να ανοίξει θέμα εξόδου της Ελλάδας στις αγορές υπό προϋποθέσεις.
Όπως αναφέρεται στην επιστολή της Κριστίν Λαγκάρντ αμέσως μετά το Eurogroup το ΔΝΤ θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα χρηματοδοτικά υπό την αίρεση της αποκατάστασης της βιωσιμότητας του χρέους, όπως ακριβώς είχε συμβεί και στην υπογραφή του Μνημονίου του ESM και στο διάστημα που μεσολάβησε έως σήμερα δεν προσδιορίστηκαν επαρκώς τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και δεν υπήρξε εκταμίευση δόσεων από το Ταμείο.
Το τοπίο ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο η δήλωση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι η Ελλάδα αναμένεται να μην χρησιμοποιήσει το σύνολο των εγκεκριμένων από τον ESM κεφαλαίων που ανέρχονται σε 86 δισ., συνεπώς από τη στιγμή που δεν απαιτηθεί η εξάντληση της πιστωτικής γραμμής του ESM δεν υπάρχει λόγος η Ελλάδα να δανειστεί από το ΔΝΤ με υψηλότερο επιτόκιο.
Νομοτεχνικά και συμβολικά ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επεδίωξε τη συμμετοχή του ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις αφενός για να μην υπάρξει ουσιώδεις διαφοροποίηση του προγράμματος που θα οδηγούσε σε αναθεώρηση της συμφωνίας και άρα νέα διαδικασία στη Γερμανική Βουλή. Ο ρόλος του ΔΝΤ όμως για τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν η αντιστάθμιση της χαλαρότητας της Κομισιόν σε ζητήματα μεταρρυθμίσεων και ιδιαίτερα στην αγορά εργασίας, καθώς η προοπτική χρηματοδοτικής συμμετοχής του Ταμείου καθιστά τους εκπροσώπους του ισότιμους των Ευρωπαίων στο διαπραγματευτικό τραπέζι, με αποτέλεσμα το Βερολίνο να πιέζει με τον ESM και το ΔΝΤ ενώ η Ελλάδα να βασίζεται στη στήριξη μόνο της Κομισιόν καθώς η ΕΚΤ παρέμεινε ουδέτερη σε πολλά ζητήματα.
Η συμφωνία της 15ης Ιουνίου σηματοδοτεί αλλαγή διαπραγματευτικής τακτικής και επιστροφή στο μοντέλο κατάτμησης των αντικειμένων που αποτελούσε το γερμανικό σχέδιο ευθύς εξ αρχής. Η αδυναμία επαρκούς προσδιορισμού των μέτρων για το χρέος και ο διαχωρισμός της δεύτερης αξιολόγησης από την ανάληψη δράσης για το χρέος ήταν η πρώτη φάση του end game του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Στην πραγματικότητα το Βερολίνο πέτυχε να σπάσει την αρχή “συμφωνία για όλα, ή καμία συμφωνία” που είχε επιτύχει να θέσει η Ελλάδα με τη συνεργασία του ΔΝΤ κατά τον προηγούμενο γύρο πολιτικών διαβουλεύσεων.
Οι Ευρωπαίοι έστειλαν μήνυμα στις αγορές ότι το ελληνικό ζήτημα δεν είναι κρίσιμο, ότι το Βερολίνο και ο ESM ελέγχουν τις εξελίξεις και ότι η αβεβαιότητα περιορίζεται, όσο η ελληνική κυβέρνηση συνεργάζεται.
Η κατάτμηση της αξιολόγησης και των μέτρων για το χρέος και η εισαγωγή διατυπώσεων που δένουν τη ρύθμιση του χρέους με την ολοκλήρωση του προγράμματος και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελεί μια σαφή γερμανική νίκη.
Με το ΔΝΤ, την Κομισιόν και την ΕΚΤ να υποχωρούν απέναντι στην άτεγκτη στάση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε η Ελλάδα πέτυχε να λάβει μια σειρά αντισταθμιστικών οφελημάτων τα οποία περιλαμβάνουν την Εθνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, επιπλέον ρευστότητα και ρητή δέσμευση για την οικοδόμηση κοινωνικού κράτους στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των συνεπειών της κρίσης.
Εκτός συζήτησης έμεινε το ζήτημα επανάκτησης του ελέγχου της χάραξης εθνικής πολιτικής και της επαναφοράς στην κανονικότητα, που συνεπάγεται μεταβίβαση της εποπτείας από τον ESM στην Κομισιόν στο τέλος του προγράμματος.
Είναι προφανές ότι ο τελικός συμβιβασμός απέχει παρασάγγας από τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, με την Ελλάδα πλέον να προσδοκά την ενεργοποίηση του Μακρόν.
Οι συζητήσεις θα συνεχιστούν τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο, με τον Πιερ Μοσκοβισί να θέτει ορίζει με σαφήνεια το σημείο που βρίσκονται οι διαπραγματεύσεις και τα επόμενα βήματα μιλώντας σε συνέδριο με θέμα «Πόση Γερμανία αντέχει η Ευρώπη;»
Το ζήτημα του ελληνικού χρέους θα πρέπει να απασχολήσει και τους επόμενους μήνες τους θεσμούς – προπαντός μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. «Η Γερμανία πρέπει να κατανοήσει», τόνισε ο Ευρωπαίος Επίτροπος, «ότι θα πρέπει να προσφερθούν στον ελληνικό λαό περισσότερες προοπτικές». Αναφερόμενος στο ενδεχόμενο η συμφωνία Θεσμών – Ελλάδας να συζητηθεί στη γερμανική Βουλή, ο κ. Μοσκοβισί εξέφρασε την πεποίθηση πως γερμανικό κοινοβούλιο θα δείξει κατανόηση για «το πόσο σημαντική είναι».
Ο Ευρωπαίος επίτροπος έγινε ακόμη πιο συγκεκριμένος χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία της 15ης Ιουνίου “ενδιάμεσο στάδιο:
«Είναι υποχρέωση μας, ως Ευρωπαίοι, να προσφέρουμε στην Ελλάδα μια προοπτική που θα δημιουργήσει ανάπτυξη, θέσεις εργασίας, προοπτικές για τους νέους. Για αυτό το λόγο, συμφωνία η οποία επιτεύχθηκε στο Eurogroup την Πέμπτη και για την οποία και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έκανε συμβιβασμούς, αποτελεί μόνο ένα ενδιάμεσο στάδιο».
Ο Ευρωπαίος επίτροπος κάλυψε όμως και το ζήτημα της επιστροφής στην κανονικότητα που συνεπάγεται μεταβίβασης της εποπτείας από τον ESM στην Κομισιόν, θέτοντας θέμα νομιμοποίησης των αποφάσεων του Eurogroup και του ESM για τα μέτρα που καλείται να εφαρμόσει η Ελλάδα στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης.
«Συχνά αποφασίζουμε εμείς στη θέση των Ελλήνων για την τύχη τους»
ενώ επεσήμανε ότι τέτοιου είδους «τεχνικές» αποφάσεις, θα πρέπει όμως να παίρνονται από εκλεγμένα όργανα και να υπάρχει κοινοβουλευτικός έλεγχος.
Ενώ συνεχίζει κάνοντας αμέσως τη σύνδεση με τις θέσεις και τις εξαγγελίες του Εμμάνουελ Μακρόν, καθιστώντας σαφές ότι ο δρόμος για τη μείωση του χρέους περνάει μέσα από τη στήριξη του γαλλικού σχεδίου αναδιάταξης ισορροπιών στις Βρυξέλλες.
Αυτά τα κριτήρια θα πληρούνταν, εάν υπήρχε Ευρωπαίος υπουργός Οικονομικών και αναβαθμιζόταν ο ρόλος της Ευρωβουλής, όπως προτείνει ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν.
Ο κ. Μοσκοβισί έκανε έκκληση στη γερμανική κυβέρνηση να μην αρνηθεί εξ αρχής αυτές τις προτάσεις, αλλά να τις συζητήσει. Τέλος, ο Πιερ Μοσκοβισί απέρριψε με σφοδρότητα την ιδέα μίας Ευρώπης των δύο ταχυτήτων επειδή, όπως υποστήριξε, θα δημιουργούσε Ευρωπαίους πολίτες δύο κατηγοριών.