Μετά από διαβουλεύσεις αρκετών μηνών που ακολούθησαν το ευρωπαϊκό veto στην ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ και με τη Fed και τη Bundesbank έτοιμες να συμβιβαστούν, τώρα η Κεντρική Κεντρική Τράπεζα φαίνεται να αποτελεί τον βασικό μεγάλο παίχτη στην ΕΕ που αντιδρά στην αλλαγή των μοντέλων υπολογισμού του ρίσκου. Το θέμα αναδεικνύει το Bloomberg επικαλούμενο τέσσερα πρόσωπα, ενώ σε σχόλιο της η Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας υποστηρίζει ότι δεν είναι μόνη και ότι έχει ευρωπαϊκή στήριξη.
Οι γαλλικές τράπεζες όπως και οι γερμανικές ακολουθούν εσωτερικά μοντέλα υπολογισμού και διαχείρισης του ρίσκου, γεγονός που επιτρέπει μεγαλύτερη μόχλευση κεφαλαίων και ευελιξία στη διαμόρφωση της εικόνας των οικονομικών μεγεθών, αποκτώντας συγκριτικό πλεονέκτημα τόσο εντός της Ευρωζώνης όσο και διεθνώς καθώς μπορούν να κινηθούν πιο επιθετικά και να προσφέρουν μεγαλύτερες αποδώσεις χωρίς να ζητούν από τους μετόχους τους περισσότερα κεφάλαια.
Σε αυτή τη φάση επί τάπητος έχει τεθεί νέος οδικός χάρτης εφαρμογής ενιαίων κανόνων για τις τράπεζες που θα τις καθιστούν πιο ισχυρές κεφαλαιακά και θα δρουν αποτρεπτικά-προληπτικά στη γέννηση νέων συστημικών κρίσεων. Μετά από διαβουλεύσεις η Βασιλεία ΙΙΙ έχει καταλήξει στη σταδιακή εφαρμογή του κανόνα προσαρμογής των μοντέλων ρίσκου μέσω της θεσμοθέτησης της επιτρεπόμενης απόκλισης των εσωτερικών από τα θεσμικά σε επίπεδο αποτελέσματος. Σύμφωνα με το προτεινόμενο πλάνο εφαρμογής οι τράπεζες, ξεκινώντας από το 2021 θα έχουν δικαίωμα απόκλισης 65% στον υπολογισμό του ρίσκου από τα θεσμικά μοντέλα, ενώ το χάσμα θα περιοριστεί στο 25% μέχρι το 2027.
Η διαδικασία αυτή είναι ο δεύτερος πυλώνας της ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης και στόχο έχει την ενίσχυση της ασφάλειας και τον περιορισμό του συστημικού ρίσκου έτσι ώστε να αισθανθούν ασφαλέστεροι επενδυτές και… νομοθέτες για να προωθήσουν τον τρίτο πυλώνα, την ευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων, στην οποία αντιδρά σθεναρά η Γερμανία.
Η γερμανική αρχή εποπτείας τραπεζών κατάφερε να περάσει την τροποποίηση των κανόνων “ευαισθησίας” στο ρίσκο όσον αφορά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών αναγκών, θέλοντας να αποτρέψει μαζική προσφυγή γερμανικών τραπεζών στις αγορές για κεφάλαια και ιδιαίτερα της Deutsche Bank, η οποία αποτελεί την πιο τοξική τράπεζα παγκοσμίως, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Σε αυτή τη φάση με τις γερμανικές ναυτιλιακές να οδηγούνται σε κανόνι η μια μετά την άλλη και τα κόκκινα δάνεια της ναυτιλίας να ροκανίζουν τα εποπτικά κεφάλαια των Ταμιευτηρίων και συναιτεριστικών τραπεζών, το ενδεχόμενο επιβολής μοντέλων υψηλής ευαισθησίας ρίσκου στις τράπεζες θα αποτελούσε ωρολογιακή βόμβα για τη Γερμανία, την οποία η Bafin φρόντισε να αφοπλίσει εγκαίρως.
Η Γαλλία έχοντας παράσχει στήριξη στη Γερμανία σε αυτή την προσπάθεια τώρα ζητά στήριξη στο επόμενο στάδιο που πλήττει τις δικές της τράπεζες.
Οι μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις σε συνδυασμό με τις διαρκείς τροποποιήσεις και συμβιβασμούς όμως αποδυναμώνουν την εικόνα και εν τέλει την αποτελεσματικότητα του μοντέλου ασφάλειας της Βασιλείας ΙΙΙ, αναγκάζουν τις αγορές να αναζητήσουν νέα στεγανά και απαξιώνουν έναν θεσμό που θα μπορούσε να οδηγήσει σε τομές στις τράπεζες.