Την αισιοδοξία του ότι σύντομα θα υπάρξει συμφωνία για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης εξέφρασε ο Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Πιέρ Μοσχοβισί, τοποθετούμενος με ηχογραφημένο του μήνυμα στο Συνέδριο του Economist και του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, στη Φρανκφούρτη, με θέμα: «Ελλάδα: Η επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές; («Greece: A comeback to the financial markets?»).
«Τους τελευταίους μήνες βρεθήκαμε κοντά σε συμφωνία για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Θα κάνουμε το παν για να φτάσουμε σε συμφωνία το συντομότερο δυνατό. Για να κτίσουμε πάνω στη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί. Θα συνεχίσω, εκ μέρους της Επιτροπής, να πιέζω όλους τους εμπλεκόμενους «παίκτες», στην εξεύρεση λύσης ζητώντας να έχουν κατά νου με υπευθυνότητα, τα 11 εκατομμύρια Ελλήνων πολιτών», τόνισε και συμπλήρωσε: «Είμαι αισιόδοξος ότι η Ελλάδα θα τα καταφέρει και θα ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο στην μακρά της ιστορία».
Ο ίδιος αναφέρθηκε στη μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή που έχει γίνει.
«Η Ελλάδα έδειξε μεγάλη υπευθυνότητα πετυχαίνοντας μια πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή που εκτιμάται πάνω από το 16% του ΑΕΠ σε μια περίοδο βαθιάς ύφεσης. Είναι σε καλή θέση. Έχει ένα σημαντικό πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 4,2% καταγράφοντας το 2016 υπεραπόδοση στόχων. Είναι σε θέση να εκπληρώσει τους δημοσιονομικούς της στόχους για τα επόμενα χρόνια».
Ο κ. Μοσχοβισί πάντως ξεκαθάρισε ότι
«η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις. Η προώθηση ιδιωτικοποιήσεων είναι προτεραιότητα. Η αντιμετώπιση της ανεργίας είναι επίσης προτεραιότητα γι’ αυτό η επένδυση στην εκπαίδευση και στις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης είναι απαραίτητη. Θα υποστηρίξουμε την Ελλάδα με κάθε τρόπο. Η Ελλάδα από την πλευρά της θα πρέπει να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της. Είναι ο μόνος τρόπος να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη»
Επέμεινε ωστόσο στην ανάγκη προώθησης πολιτικών για την τόνωση της ανάπτυξης, που όπως υπογράμμισε
«παραμένει ένα στοίχημα. Η ΕΕ συνεισφέρει σε αυτήν την προσπάθεια για να δημιουργηθούν δουλειές με διαθέσιμους πόρους από τον κοινοτικό προϋπολογισμό για επενδύσεις ύψους 36 δισ. μέχρι το 2020. Ένα μεγάλο μέρος από αυτά είναι διαθέσιμο. Πήραμε, μάλιστα, μέτρα για να μεγαλώσουμε το αποτύπωμα αυτών των πόρων».
Μάθημα για την ΕΕ
Ο Ευρωπαίος Επίτροπος δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι η Ελληνική κρίση αποτέλεσε την αφετηρία για την καλύτερη θεσμική θωράκιση της ΕΕ απέναντι σε κρίσεις.
«Η Ελληνική ιστορία δείχνει ότι η ΕΕ μπορεί να βρει λύσεις κάτω κι από τις πλέον δύσκολες συνθήκες. Δείχνει ότι υπάρχει αλληλεγγύη στην Ευρώπη κι ότι αυτή η αλληλεγγύη πάει χέρι – χέρι με την υπευθυνότητα. Επίσης δείχνει ότι μελλοντικές κρίσεις μπορεί να αποφευχθούν μόνο αν προχωρήσει και ολοκληρωθεί η οικονομική και νομισματική ενοποίηση. Έτσι μόνο μπορεί να υποστηριχτεί ένα καλύτερο μέλλον για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες».
Ο Επίτροπος, αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα μαθήματα που έδωσε στους θεσμούς της ΕΕ η διαχείριση της κατάστασης στην Ελλάδα.
«Ένα μάθημα κλειδί από την Ελληνική κρίση είναι ότι η ζώνη του ευρώ, η οικονομική εποπτεία, πρέπει να είναι αρκετά ευρεία και βαθιά για να αποφευχθούν ανισορροπίες. Επίσης ευρωπαϊκά κονδύλια πρέπει να είναι διαθέσιμα για να αντιμετωπίζονται έκτακτες καταστάσεις και σημαντική προβλήματα. Από το 2010 η οικονομική μας διακυβέρνηση έχει δυναμώσει σημαντικά. Τώρα είμαστε καλύτερα εξοπλισμένοι και μπορούμε να προβλέψουμε και να αντιμετωπίσουμε κρίσεις»,
τόνισε ο κ. Μοσχοβισί, για να προσθέσει: «Υπάρχουν μια σειρά από μαθήματα που πρέπει να ακούσουμε:
1ο Η δημοσιονομική σταθερότητα πρέπει να διαφυλαχθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
2ο Το κόστος των καθυστερήσεων είναι σημαντικό αν όχι αμέτρητο.
3ο Η εθνική δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί να έχει κόστος σημαντικό με οικονομικούς και κοινωνικούς όρους και για αυτό θα πρέπει να συνοδεύεται και να συμπληρώνεται με εργαλεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο.»
Οι επόμενοι στόχοι
«Η ελληνική οικονομική κρίση, η κρίση ρευστότητας, η κρίση χρέους έδειξε με τον πιο έντονο τρόπο ότι η αποκοπή της σύνδεσης μεταξύ κρατικού χρέους και τραπεζών, η διαχείριση της κληρονομιάς των κόκκινων δανείων, ο εξορθολογισμός του τραπεζικού συστήματος, και η τροφοδότηση με ρευστότητα της οικονομίας από τις αγορές χρήματος πρέπει να είναι στις βασικές προτεραιότητες τόσο στην ΕΕ, όσο και στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια» υπογράμμισε ο κ. Μοσχοβισί.
«Η δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα οδήγησε σε μεγάλες περικοπές στις δημόσιες επενδύσεις κάτι που είχε σημαντικό αποτύπωμα στην πραγματική οικονομία πέρα από το αναγκαίο. Δεν υπάρχει, συνεπώς, καλύτερη απόδειξη ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας είναι αναγκαίος για να διατηρηθεί το επίπεδο των δημόσιων επενδύσεων την περίοδο που οι κυβερνήσεις χρειάζεται να εξορθολογήσουν τις δαπάνες τους», συμπλήρωσε.
Ο κ. Μοσχοβισί επέμεινε, επίσης, ότι θα πρέπει να δοθούν θεσμικά κίνητρα ώστε σε όλη την ΕΕ να ενδυναμωθεί η υιοθεσία των μεταρρυθμίσεων.
«Θα πρέπει να προσφέρουμε στις κυβερνήσεις τεχνογνωσία για να ολοκληρώνουν τις δομικές αλλαγές έγκαιρα. Έτσι ώστε οι θεσμοί να μπορούν να διαχειριστούν τα σοκ και τα προβλήματα όταν έρχονται. Εάν κάτι μάθαμε από την κρίση είναι ότι οι διαφοροποιήσεις οικονομικές και κοινωνικές βάζουν ρίσκο για το μέλλον της ΟΝΕ. Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση είναι πλέον πιο ισχυρή.
Δημιουργήσαμε τα εργαλεία για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα. Αλλά δεν έχουμε τα μέσα για να αντιμετωπίσουμε όλες τις προκλήσεις της ΟΝΕ. Υπάρχει ακόμη η πρόκληση της προόδου και της ευημερίας και της δικαιοσύνης που οι πολίτες μας περιμένουν. Πρέπει να εργαστούμε στην κατεύθυνση αυτή. Πρέπει να κάνει η ΕΕ την προσπάθεια όπως ακριβώς την έκανε η Ελλάδα για μεταρρυθμίσεις, να ενδυναμώσει τον οικονομικό της δυναμισμό να προστατευτεί χωρίς να φτάσει στα όρια του προστατευτισμού και να προστατέψει εκεί που είμαστε ισχυρή, γι’ αυτό η Κομισιόν παρουσιάζει έκθεση για την εμβάθυνση της ΟΝΕ.
Δεν μπορεί να έχουμε ισχυρή ΕΕ χωρίς αποτελεσματική οικονομική ενοποίηση. Μια ισχυρή Ένωση μπορεί να βοηθήσει τα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις των πολιτικών που απαιτούνται. Η Ελληνική ιστορία, όσο δραματική κι αν είναι, μας δείχνει ότι μπορούμε αποτελεσματικά να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις από το Brexit, την άνοδο του λαϊκισμού ή τους γεωπολιτικούς κινδύνους»