Έγγραφα αποστέλλονται, διαρρέονται, σενάρια καίγονται, επανέρχονται και τελικά απορρίπτονται, κάπως έτσι συνοψίζεται το σκηνικό της διαπραγμάτευσης σε αυτή τη φάση και ενώ όλες οι πλευρές κρατούν ένα χαρτί καλά κρυμμένο και προσπαθούν να αναγκάσουν τους άλλους να αποκαλύψουν τα δικά τους πριν το επόμενο Eurogroup. Αλήθειες αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν, κάθε σενάριο που δημοσιοποιείται καίγεται, αυτό προσπαθούν όλοι.
Αν και όλα τα media σε Ελλάδα, Ευρώπη και ΗΠΑ έχουν απαριθμήσει τουλάχιστον 10 διαφορετικά σενάρια για το ελληνικό χρέος, όλα ή σχεδόν όλα σε συνδυασμό με ένα σετ πολιτικών παρεμβάσεων, αβεβαιότητας για το ενδεχόμενο εφαρμογής τους, κανένα από αυτά δεν πρόκειται να εφαρμοστεί καθώς η αποκάλυψή του πέτυχε ακριβώς αυτό, να εγείρει ενστάσεις και αντιστάσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που η ΕΚΤ δεν έχει δημοσιοποιήσει ακόμη τη δική της ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους και ο επικεφαλής οικονομολόγος την κρατά επτασφράγιστο μυστικό αναγκάζοντας τη Γερμανία διαρρεύσει ακόμη και φήμες για την ανικανότητά του να διοικήσει.
Τα σχέδια που έχουν δημοσιοποιηθεί και αυτό που τελικά θα εφαρμοστεί έχουν κοινή βάση, βασίζονται στα στοχαστικά μαθηματικά και ακόμα πιο συγκεκριμένα στον “τυχαίο περίπατο”, ένα αρκετά παλιό θεώρημα που προβλέπει μελλοντικές τιμές:
Ενας τυχαίος περίπατος είναι μια περιγραφή για το πώς οι τιμές τίτλων αλλάζουν, εάν οι μεταβολές των τιμών είναι καθαρώς τυχαίες. Οι παρόμοιες διαδικασίες εμφανίζονται σε άλλους τομείς. Ο όρος και η έννοια δημιουργήθηκαν στη φυσική.
Σε μια τέλεια αποδοτική αγορά, όλη η διαθέσιμη πληροφορία απεικονίζεται στην τρέχουσα τιμή μιας ασφάλειας. Αυτό σημαίνει ότι οι αλλαγές στην τιμή προκύπτουν μόνο από τη δημοσίευση νέων πληροφοριών, οι οποίες είναι απολύτως απρόβλεπτες.
Εάν οι μελλοντικές μεταβολές των τιμών είναι απρόβλεπτες, η πορεία που ακολουθείται από μια τιμή είναι με την πάροδο του χρόνου αυτή μιας καθαρώς τυχαίας διαδικασίας δεν υπάρχει κανένα σχέδιο στις μεταβολές των τιμών.
Η υπόθεση μιας τυχαίας διαδικασίας τιμών χρησιμοποιείται από πολλά πρότυπα αξιολόγησης.
Αυτό ακριβώς προσπαθούν τα διάφορα σενάρια να πράξουν. Οι δημοσιογράφοι ωστόσο μη γνωρίζοντας προηγμένα οικονομικά μαθηματικά, ούτε στοχαστικά μοντέλα αρκούνται απλά σε αυτά που διαρρέονται, σε πληροφορίες και on papers που εμπιστευτικά τους δίδονται, σπανίως όμως βγάζουν οικονομικό νόημα. Στα παρασκήνια του Eurogroup, στο EuroWorking Group και σε άλλα διεθνή φόρα συζητούνται μια σειρά μοντέλων τα οποία θα επιτύχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα σε προοπτική 30 ετών με τις δυνατόν μεγαλύτερες εξασφαλίσεις.
Αυτό δεν είναι εύκολο, η δημοσιοποίηση κατά καιρούς μεταβλητών αυτού του προβλήματος, όπως το πρωτογενές πλεόνασμα ή οι συνθήκες που απορρέουν από την τήρηση του συμφώνου σταθερότητας που προβλέπει μείωση του χρέους στο 60% σε μια εύλογη χρονική περίοδο 30-40 ετών, κάνουν αρκετούς να νομίζουν ότι η απάντηση είναι μια από αυτές τις μεταβλητές. Η απάντηση είναι όλες αυτές οι μεταβλητές, όμως και αρκετές ακόμη, όπως η ανάπτυξη, ο πληθωρισμός και όσο πιο μακριά εκτείνεται η διαδικασία τόσο πιο πολύπλοκο γίνεται καθώς στην εξίσωση αυξάνεται το ρίσκο αστοχίας, λαμβάνονται πρόσθετες εξασφαλίσεις και πολλά ακόμη.
Το ουσιαστικό πρόβλημα όμως είναι ακριβώς αυτό: Ποιές μεταβλητές περιλαμβάνονται, με ποια στάθμιση, ποιός τις ορίζει, ποιός εκδίδει και ποιός αξιολογεί τις μετρήσεις και κυριότερα πόσο αυτόματες είναι οι διαδικασίες προσαρμογής και ποιός τις ενεργοποιεί.
Συνεπώς το πρόβλημα έχει πολλές μεταβλητές τόσο στο μαθηματικό όσο και στο πολιτικό πεδίο.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προσπαθεί να διαμορφώσει έναν μηχανισμό που θα ελαχιστοποιεί τους κινδύνους αποκλίσεων και τα περιθώρια ελιγμών, κάτι τέτοιο όμως θα οδηγήσει σε νέο πρόγραμμα. Η ελληνική κυβέρνηση και το ΔΝΤ θέλουν την όσο το δυνατόν αμεσότερη εφαρμογή του προγράμματος ελάφρυνσης του χρέους γιατί έτσι αποφεύγονται μελλοντικές αντιξοότητες και διευκολύνεται η άσκηση πολιτικής από την κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει την προώθηση ενός εμπροσθοβαρούς πακέτου.
Ο ESM όμως, κινούμενος στη γραμμή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αντιλέγει και επιχειρεί να διαμορφώσει ένα πιο μακρόπνοο σχέδιο στη βάση της αδυναμίας των μελών να δώσουν πολλά πολύ νωρίς και των νομικών επιπλοκών που κάτι τέτοιο θα έχει.
Σε αυτό ακριβώς το επίπεδο βρίσκεται η πολιτική αντιπαράθεση, ενώ μαθηματικοί, υπολογιστικά προγράμματα και σύμβουλοι αναδιαρθρώσεων δουλεύουν στα παρασκήνια αναζητώντας λύσεις ακόμα και out of the box, όπως ένα μελλοντικό swap τόκων με ομόλογα, ή παροχή πρόσθετων εξασφαλίσεων που θα μειώσουν τον κίνδυνο άρα και τα επιτόκια ή ακόμη και σύνθετα προϊόντα.
Το Reuters απέκτησε πρόσβαση σε τρια από τα σενάρια που προωθεί ο ESM:
Στο πρώτο σενάριο, η μελέτη του ESM υποθέτει ότι δεν θα χρειαστεί ελάφρυνση χρέους, εάν η Αθήνα διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον 3,5% ως το 2032 και πάνω από το 3% ως το 2038. Η ΕΚΤ, σύμφωνα με το Reuters, αναφέρει ότι μεγάλες περίοδοι υψηλών πλεονασμάτων δεν είναι πρωτοφανείς: Η Φινλανδία είχε πρωτογενές πλεόνασμα 5,7% επί 11 χρόνια την περίοδο 1998-2008 και η Δανία 5,3% για 26 χρόνια, από το 1983 ως το 2008.
Μια δεύτερη επιλογή, στο πλαίσιο του σεναρίου Α, θέλει την Ελλάδα να διασφαλίζει την ανώτατη δυνατή ελάφρυνση χρέους με βάση τη συμφωνία του Μαΐου του 2016. Η Ελλάδα, συνεχίζει το Reuters, θα έπρεπε σε αυτή την περίπτωση να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ως το 2022, αλλά μετά θα μπορούσε να το μειώσει περίπου στο 2% ως τα μέσα της δεκαετίας του 2030 και στο 1,5% ως το 2048, με μέσο πλεόνασμα της περιόδου 2023-2060 στο 2,2%.
Το σενάριο Α υποθέτει ότι η Ελλάδα θα εμφανίζει μέση ετήσια ανάπτυξη 1,3%, κατά τη διάρκεια της περιόδου για την οποία επιχειρείται η πρόβλεψη.
Σενάριο εξαγοράς των 13 δισ. που οφείλει η Ελλάδα στο ΔΝΤ
Το έγγραφο του ESM –σύμφωνα πάντα με το Reuters- αναφέρει ότι η ανώτατη δυνατή ελάφρυνση χρέους η οποία εξετάζεται, είναι μια επέκταση της μέσης σταθμισμένης ωρίμανσης των δανείων κατά 17,5 χρόνια από τα τρέχοντα 32,5 χρόνια, με τα τελευταία δάνεια να λήγουν το 2080. Ο ESM θα μπορούσε επίσης να περιορίσει τις αποπληρωμές δανείων από την Αθήνα στο 0,4% του ελληνικού ΑΕΠ ως το 2050, βάζοντας ανώτατο όριο στο επιτόκιο των δανείων σε 1%, ως το 2050. Επιπλέον, ο ESM θα αγόραζε το 2019 τα 13 δισ. ευρώ που οφείλει η Ελλάδα στο ΔΝΤ, καθώς αυτά τα δάνεια είναι πολύ ακριβότερα από εκείνα της Ευρωζώνης. Βάσει του εγγράφου, οι παρεμβάσεις αυτές θα περιόριζαν τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας στο 13% ως το 2060, μειώνοντας τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ στο 65,4% το 2060, από περίπου 180% σήμερα.
Το δεύτερο σενάριο βασίζεται στις προβλέψεις του ΔΝΤ για μέση ανάπτυξη 1% και επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% από το 2023, μετά από πέντε χρόνια με πλεονάσματα 3,5%. Βάσει αυτού του σεναρίου, το χρέος θα αυξάνεται από το 2022 και έπειτα, φτάνοντας το 226% το 2060.
Στο δημοσίευμα σημειώνεται ότι οι τράπεζες θα έπρεπε να ανακεφαλαιοποιηθούν και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας θα ανέρχονταν στα τέλη της δεκαετίας του 2020 πάνω από το «ταβάνι» του 15% του ΑΕΠ για το οποίο έχουν δεσμευτεί οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης, ξεπερνώντας το 50% το 2060.
Ένα τρίτο σενάριο, βάσει του εγγράφου του ESM, είναι ένας συμβιβασμός ανάμεσα στα δύο πρώτα συνέρια, υποθέτοντας ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης θα φτάνει το 1,25%, και το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ως το 2022, υποχωρώντας στη συνέχεια στο 1,8% αντί του 2,2%, για την περίοδο 2023-2060.
Βάσει του σεναρίου αυτού, το ελληνικό χρέος θα μπορούσε να καταστεί βιώσιμο με την επέκταση των μέσων ωριμάνσεων των ευρωπαϊκών δανείων κατά 15 χρόνια, με χρονικό ορίζοντα το 2080, με σταθερό επιτόκιο στο 1% μέχρι το 2050 και «ταβάνι» απόσβεσης στο 0,4% του ΑΕΠ.
Λίγο νωρίτερα σενάρια είχε δημοσιεύσει και το Ινστιτούτο Peterson τα οποία οδηγούσαν σε μια σειρά συμπερασμάτων από τη μια για την αδυναμία επίτευξης μακροχρόνιων υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και από την άλλη για την ανάγκη παρακίνησης της Ελλάδας στην κατεύθυνση των επιπρόσθετων μεταρρυθμίσεων, εννοώντας αποκρατικοποιήσεων για τη μείωση του χρέους.
Ωστόσο, όλα αυτά τα σενάρια έχουν ήδη… καεί.