Πολλά είναι τα ερωτήματα που ανακύπτουν από την πρόσφατη έκθεση του Peterson Institute για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους η οποία δημοσιεύθηκε αποσπασματικά στους Financial Times και αναπαράχθηκε από τα ελληνικά media μετά από μετάφραση του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων. Η έκθεση όμως φαίνεται να έχει μεγαλύτερη ιστορία από αυτή που γράφεται στο επιστημονικό της πλαίσιο, καθώς ο ένας συντάκτης είναι επί του παρόντος αξιωματούχος του γερμανικού υπουργείου Οικονομίας και ο άλλος είναι πρώην αξιωματούχος του ίδιου υπουργείου, ο τρίτος είναι απλά ένας απόφοιτος.
Σε μια πιο προσεκτική ανάγνωση του working paper με τίτλο “Does Greece Need More Official Debt Relief? If So, How Much?”, δηλαδκή “Χρειάζεται η Ελλάδα Μεγαλύτερη Ελάφρυνση Χρέους; Κι Αν Ναι Πόσο;”, διαπιστώνει ένα πιο έμπειρο μάτι ότι από τα συμπεράσματα επιχειρείται η καθοδήγηση σε ένα σενάριο το οποίο κρύβει μια τεράστια πολιτική παγίδα. Με δεδομένο ότι πρόκειται για επιστημονική παραγωγή η κατάληξη σε πολιτικό σενάριο εγείρει ερωτηματικά.
Αν και το κομμάτι της έκθεσης που προβλήθηκε έχει να κάνει με τη διαπίστωση ότι η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για περίοδο μεγαλύτερη των τριών ετών υποσκάπτει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας. Παράλληλα στα συμπεράσματα αποσαφηνίζεται ότι η επίτευξη της αποκατάστασης της βιωσιμότητας του χρέους δεν μπορεί να γίνει μέσα από τα υπάρχοντα μονοπάτια και ότι θα απαιτηθεί νέα προσέγγιση.
Η έκθεση όμως απορρίπτει κάθε επιλογή που εξασφαλίζει πολιτική αυτονομία στην Ελλάδα μετά το 2018 και καταλήγει σε ένα σενάριο επιτροπείας για περίοδο 3 έως 5 ετών μετά τη λήξη του προγράμματος με στόχο τη διασφάλιση επίτευξης νέου πακέτου στόχων στο πλαίσιο της συμφωνίας ελάφρυνσης του χρέους. Αυτό συνιστά βέβαια ξεκάθαρη πολιτική παρέμβαση και στρέβλωση καθώς επιχειρεί να μεταφέρει σε νέο deal την ελάφρυνση του χρέους και όχι ως τμήμα της υπάρχουσας συμφωνίας.
Σε άλλο σημείο της έκθεσης προλειαίνεται το έδαφος για την προοδευτική εφαρμογή μιας νέας συμφωνίας για τη μείωση του χρέους που περιλαμβάνει νέο κύκλο αποκρατικοποιήσεων, αποκαλύπτοντας ότι εκεί εστιάζουν όταν αναφέρονται στις μεταρρυθμίσεις.
Ειδικότερα αναφέρεται ότι:
Συμπεραίνεται ότι το προτεινόμενο σενάριο πρωτογενούς πλεονάσματος που απαιτείται για την αποκατάταση της βιωσιμότητας του χρέους δεν είναι εύλογα και ως εκ τούτου η Ελλάδα θα χρειαστεί νέα ελάφρυνση χρέους
Η τοποθέτηση αυτή ανοίγει το δρόμο για την εδραίωση του σεναρίου της περαιτέρω ελάφρυνσης το οποίο επισημαίνει:
Τέλος, το έγγραφο δείχνει ότι τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που πρότεινε το Eurogroup τον Μάιο του 2016 (αν και με σημαντικές επιφυλάξεις για το αν θα
στην πραγματικότητα να εφαρμοστούν ή όχι) θα μπορούσαν να είναι επαρκή για την αντιμετώπιση του προβλήματος της βιωσιμότητας του χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι το Eurogroup
είναι διατεθειμένο να δεχθεί δύο πολύ μεγάλες επιμηκύνσεις στην ωριμότητα του χρέους όσον αφορά τα δάνεια του EFSF (ξεπερνώντας το 2080), ενώ οι αναβαλλόμενοι τόκοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγάλη αύξηση της έκθεσης του EFSF προς την Ελλάδα πριν από την έναρξη της αποκλιμάκωσης
Έως εδώ η λογική εδραιώνει και στοιχειοθετεί την υπόθεση της παράτασης του χρόνου αποπληρωμής και ταυτόχρονα αναδεικνύει το πρόβλημα της αύξησης της έκθεσης του EFSF λόγω των επιτοκίων που χρεώνει και της επιμήκυνσης της περιόδου αποπληρωμής, ζήτημα που έχει ευρέως τεθεί και συζητηθεί.
Συνεχίζει όμως προσφέροντας και λύση στο πρόβλημα της έκθεσης του EFSF στην Ελλάδα, το οποίο αποτελεί μείζον ζήτημα για τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε:
An to Eurogroup επιθυμεί να αποφύγει το τελευταίο (σσ την αύξηση της έκθεσης του EFSF), θα γίνει χρειαστεί είτε (1) επέκταση του πεδίου εφαρμογής της
αναδιάρθρωσης του χρέους, (2) να μειώσει τα επιτόκια που χρεώνονται από τον EFSF σημαντικά χαμηλότερα από τις τρέχουσες προβλέψεις, ή (3)
επεκταθεί η χρηματοδότηση από τον ESM μετά το 2018 και να καθυστερήσει την επιστροφή της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές
για μια παρατεταμένη περίοδο.
Με δεδομένο ότι τη μείωση και το πάγωμα επιτοκίων του EFSF την έχουν απορρίψει τόσο ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε όσο και Κλάους Ρέγκλινγκ με δημόσιες δηλώσεις τους, η τρίτη επιλογή συνιστά κατ ουσία νέο Μνημόνιο καθώς θα παραταθεί η χρηματοδότηση του ESM και όπως ρητά αναφέρεται στα συμπεράσματα, αυτό θα οδηγήσει σε καθυστέρηση της εξόδου της Ελλάδας στις αγορές για παρατεταμένη χρονική περίοδο.
Ακόμα όμως και αυτό το σενάριο το έχει απορρίψει απριόρι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, καθώς με πρόσφατες δηλώσεις του ξεκαθάρισε ότι το πρόγραμμα θα τελειώσει το 2018, όπως προβλέπεται.
Στη μελέτη διατυπώνεται σειρά ερωτημάτων πολιτικής φύσεως για τις προθέσεις των δανειστών δημιουργώντας μια ξεκάθαρη παγίδα και ανατροφοδοτώντας συζήτηση γύρω από σχήματα παράτασης της επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής της αναδιάρθρωσης του χρέους.
Εάν ο στόχος είναι να μπορέσει η Ελλάδα να επιστρέψει στις κεφαλαιαγορές στο δεύτερο εξάμηνο του 2018, θα πρέπει να απαντηθεί πρώτα το ερώτημα για το πόση ελάφρυνση χρέους μπορεί να αναμένει αξιόπιστα η Ελλάδα
Ενώ παράλληλα επισημαίνει ότι:
«Η καθυστέρηση μίας ξεκάθαρης απάντησης στο ερώτημα της ελάφρυνσης του χρέους πέρα από το 2018 είναι εφικτή, μόνο αν οι πιστωτές είναι έτοιμοι να επεκτείνουν τη χρηματοδότηση από τον ΕΜΣ και μετά το 2018»
Οι συντάκτες της μελέτης αναφέρονται και σε ένα «τελευταίο και πιο δύσκολο ερώτημα», όπως το χαρακτηρίζουν, που αφορά στο «πώς μπορεί να διαρθρωθεί η ελάφρυνση του χρέους, ώστε να διατηρηθούν τα κίνητρα της Ελλάδας για μεταρρυθμίσεις και έναν ρεαλιστικό βαθμό δημοσιονομικής προσαρμογής, αφού το Grexit δεν θα αποτελεί πλέον απειλή». Στο σημείο αυτό αναφέρουν ότι, για παράδειγμα, αν δεν υπάρξει άλλο πρόγραμμα του ΕΜΣ μετά το 2018, η ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να δοθεί, εφόσον επιτευχθεί ένα σύνολο διαρθρωτικών ή δημοσιονομικών στόχων «μετά το πρόγραμμα» , οι οποίοι θα ορισθούν και θα παρακολουθούνται για μία 3ετή έως 5ετή περίοδο.
Η τοποθέτηση αυτή συνιστά την κλασική -πλέον- παγίδα παρατεταμένης επιτροπείας που επιδιώκει εξ αρχής ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και με τον τρόπο αυτό προλειαίνεται το έδαφος προς αυτή την κατεύθυνση, εξαντλώντας με λογικά επιχειρήματα όλα τα υπόλοιπα σενάρια και λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η Ελλάδα (ανεξαρτήτως κυβέρνησης) δεν θα κινηθεί προς τη σωστή κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα με τον τρόπο αυτό στέλνεται το μήνυμα ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν θέλει να δώσει τα “κλειδιά”, ζήτημα που αποτελεί το πραγματικό και ουσιαστικό διακύβευμα της αντιπαράθεσης τόσο με το ΔΝΤ όσο και με την ελληνική κυβέρνηση.
Γνωρίζοντας όμως ότι θα υπάρξουν ισχυρές πολιτικές αντιδράσεις σε αυτό το σενάριο η έκθεση οδηγεί στο τέταρτο σενάριο, το οποίο όμως δεν περιγράφει στα αρχικά σημεία αλλά αφήνει για τους πιο επιμελείς αναγνώστες και το εκπαιδευμένο μάτι, λίγο χαμηλότερα:
Ο σκοπός της εργασίας αυτής δεν είναι να προτείνει ένα συγκεκριμένο σχέδιο μείωσης του χρέους. Αυτό θα απαιτήσει την αντιμετώπιση
επιπλέον ερωτημάτων, το πιο σημαντικό, πώς μπορούν να συμβαδίσουν αξιόπιστα ελάφρυνση του χρέους με κίνητρα για μεταρρυθμίσεις
και χρηστή δημοσιονομική πολιτική στην Ελλάδα. Τούτου λεχθέντος, η μελέτη θα μπορούσε να συμβάλει στην εξεύρεση ενός τέτοιου σχεδίου, επισημαίνοντας
σε εναλλακτικές προσεγγίσεις για την επέκταση ελάφρυνση του χρέους που θα μπορούσε να επιτύχει τη βιωσιμότητα του χρέους.
Με τον τρόπο αυτό θέτει πλαγίως ζήτημα νέων μεταρρυθμίσεων τις οποίες επιχειρεί να εντάξει στη διαδικασία ελάφρυνσης του χρέους, προσπαθεί δηλαδή να μετατοπίσει το βάρος των μέτρων ελάφρυνσης από τους πιστωτές στη χώρα.
Προχωρώντας διατυπώνει με σαφήνεια το σενάριο της συμμετοχής των αποκρατικοποιήσεων στη διαδικασία ελάφρυνσης του χρέους αναπτύσσοντας μάλιστα τέσσερα διαφορετικά υποσενάρια για να καταλήξει -όπως συνηθίζει- στο τελευταίο όπου η ελληνική κυβέρνηση θα εισπράξει 28,5 δισ. από αποκρατικοποιήσεις, εκ των οποίων 22,9 δισ. από πωλήσεις μη τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων και 5,7 δισ. από πωλήσεις τραπεζών.
Οι συντάκτες επιδιώκουν με τέτοιο πάθος να οδηγήσουν τη συζήτηση στην ανάγκη ενός νέου προγράμματος εποπτείας που θα συνδυάζει προοδευτική ελάφρυνση του χρέους σε αντάλλαγμα για νέες μεταρρυθμίσεις που επανέρχονται στο τέλος της μελέτης τους στο ίδιο θέμα αλλά εκεί αφήνουν το ερώτημα αναπάντητο:
Πως θα μπορούσε να διαρθρωθεί ένα πρόγραμμα ελάφρυνσης χρέους έτσι ώστε να κρατήσει σε υψηλά επίπεδα τη διάθεση για μεταρρυθμίσεις;
διερωτώνται οι συντάκτες της έκθεσης, ενώ συνεχίζουν κάνοντας καθαρά πολιτικές διατυπώσεις και μιλώντας και για πολιτικές νίκες.
Χρειάζεται η Ελλάδα μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους; Και αν ναι, πόση;