Με διαφημιστική εκστρατεία στις κυριακάτικες εφημερίδες επιχειρεί η ελβετική τράπεζα, Credit Suisse, να απαντήσει στο σκάνδαλο που ξέσπασε από την ταυτόχρονη επιδρομή των αρχών σε πέντε χώρες για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα βρόμικου χρήματος.
Η Credit Suisse δημοσίευσε καταχωρήσεις σε κυριακάτικες βρετανικές εφημερίδες, τονίζοντας την πολιτική της για μηδενική ανοχή σε ό,τι αφορά την φοροδιαφυγή, καθώς η ελβετική τράπεζα επιχειρεί να περιορίσει το πλήγμα που δέχτηκε η φήμη της έπειτα από τις έρευνες των αρμόδιων αρχών σε πέντε από τα γραφεία της και τη σύλληψη δυο ανθρώπων στο πλαίσιο της έρευνας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι έρευνες διεξήχθησαν χωρίς να ενημερωθεί η εισαγγελία της Ελβετίας, γεγονός που προκαλεί αντιδράσεις, ενώ αφήνει να διαφανεί η έλλειψη εμπιστοσύνης στις ελβετικές αρχές καθώς και υπόνοιες για “πράκτορες” της Credit Suisse ακόμη και μέσα στον κρατικό μηχανισμό.
Η δεύτερη σε μέγεθος τράπεζα της Ελβετίας που εδρεύει στη Ζυρίχη ενεπλάκη σε διεθνή έρευνα την Πέμπτη για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα χρήματος όταν πραγματοποιήθηκαν συντονισμένες έφοδοι στα γραφεία της στο Λονδίνο, το Παρίσι και το Άμστερνταμ.
Διαβάστε επίσης: Επιδρομές και συλλήψεις για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα στην Credit Suisse
Οι καταχωρήσεις που εμφανίστηκαν στις βρετανικές εφημερίδες Sunday Times, Sunday Telegraph και Observer αναφέρουν ότι είναι η «απάντηση στις πρόσφατες πληροφορίες για έρευνες για φοροδιαφυγή σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες».
Σε αυτές η τράπεζα αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «επιθυμεί να έχει συναλλαγές με πελάτες που έχουν πληρώσει τους φόρους τους» και ότι θα «συνεχίσει να συνεργάζεται στενά με τις τοπικές αρχές σε όλα τα ζητήματα και κυρίως σε αυτή τη νέα υπόθεση».
Οι έρευνες στα γραφεία της επανέφεραν στην επικαιρότητα το ακανθώδες ζήτημα της φοροδιαφυγής, η οποία πλήττει τις τράπεζες επί χρόνια, καθώς πλούσιοι ιδιώτες σε όλο τον κόσμο έχουν εκμεταλλευθεί τους νόμους για αυστηρή μυστικότητα που αφορούν τις ελβετικές τράπεζες για να φοροδιαφεύγουν και να ξεπλένουν βρώμικο χρήμα.
Η Credit Suisse είχε δηλώσει ένοχη το 2014 και της είχε επιβληθεί πρόστιμο 2,6 δισ. δολαρίων από τις αμερικανικές αρχές σχετικά με τις κατηγορίες ότι βοηθούσε πλούσιους Αμερικανούς να φοροδιαφεύγουν.