Ενα ιδιότυπο προφίλ σκιαγραφεί η EY για τον πιο επικίνδυνο εν δυνάμει φοροφυγά, επικεντρώνοντας σε περιοχές εκτός αστικών κέντρων, μεγάλες οικογένειες αλλά στους αυτοαπασχολούμενος με υψηλό εισόδημα. Το μοντέλο που προέκυψε ως αποτέλεσμα έρευνας διαφοροποιεί την έως σήμερα εδραιωμένη αντίληψη. Ωστόσο τα συμπεράσματα είναι πολύ πιθανό να είναι ετεροχρονισμένα και ανεπίκαιρα καθώς εστιάζουν σε φορολογικές δηλώσεις των ετών 2004-2005, όταν η οικονομία βρίσκονταν σε έντονα αναπτυξιακή φάση, το τραπεζικό σύστημα και οι επιδοτήσεις στήριζαν την κατανάλωση και την περιφερειακή ανάπτυξη και φορολογικοί συντελεστές σε επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα μειώνονταν.
Τα αποτελέσματα της έρευνας όμως είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την αναζήτηση διαφυγόντων εσόδων από το Δημόσιο καθώς και για τον προσδιορισμό των περιοχών έντασης της παραοικονομίας, του μαύρου χρήματος και την ανακατεύθυνση ελέγχων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο προσδιορισμός των διαφυγόντων φόρων στο 6-9% του ΑΕΠ της περιόδου, ετησίως, ήτοι στα 11-16 δισ. ευρώ, ποσά που προσεγγίζουν ή και ξεπερνούν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού και καθιστούν σαφές ότι η φοροδιαφυγή αποτέλεσε τη βασική αιτία δημοσιονομικής ανισορροπίας.
Σύμφωνα με την έρευνα της EY το προφίλ του πλέον πιθανού εν δυνάμει φοροφυγά της περιόδου 2004-2005 προσδιορίζεται ως εξής:
Αυτοαπασχολούμενος γιατρός, κάτοικος της Νότιας Ελλάδας σε μη αστική περιοχή, παντρεμένος με πολλά παιδιά και με υψηλό εισόδημα είναι το μοντέλο του φορολογούμενου που βρίσκεται στην πρώτη θέση για πιθανή φοροδιαφυγή, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από μελέτη του οίκου Ernst & Young.
Η μελέτη περιλαμβάνει την ανάλυση του φαινομένου με κριτήρια όπως το επάγγελμα, ο τόπος κατοικίας, η οικογενειακή κατάσταση κλπ. και παρουσιάστηκε στην εκδήλωση με θέμα την πάταξη της φοροδιαφυγής την οποία διοργάνωσαν ο ΣΕΒ και η πρωτοβουλία διαΝΕΟσις.
Όπως προκύπτει:
Το ποσοστό των μη δηλωθέντων εισοδημάτων των αυτοαπασχολουμένων κυμαίνεται σε 57% – 58,6%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μισθωτών ανέρχεται σε 0,5% – 1%. Μετά την αυτοαπασχόληση και ο αγροτικός τομέας παρουσιάζει επίσης υψηλά επίπεδα φοροδιαφυγής, με το ποσοστό του αδήλωτου εισοδήματος να φτάνει στο 53% (σύμφωνα με ανάλυση των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των ετών 2004 – 2005).
Σημειώνεται ωστόσο στη μελέτη ότι το χαμηλό ποσοστό φοροδιαφυγής στη μισθωτή εργασία γεννά υποψίες «συνεννόησης» / «αμοιβαίας συμφωνίας» μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, για απόκρυψη ενός μέρους ή του συνόλου του μισθού των εργαζομένων, προκειμένου να ωφελούνται όχι μόνον οι εργαζόμενοι, καθώς δεν φορολογούνται για τα εισοδήματα που αποκτούν, αλλά και οι εργοδότες, αφού αποφεύγουν την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων τους.
Οι τομείς της αγοράς στους οποίους «ενδεχομένως», όπως αναφέρεται στην έρευνα, παρατηρείται μεγαλύτερη φοροδιαφυγή είναι ο ιατρικός κλάδος, ο κατασκευαστικός, ο εκπαιδευτικός, ο κλάδος παροχής λογιστικών – χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και ο κλάδος παροχής νομικών υπηρεσιών.
Μελέτη που στηρίχθηκε σε ανάλυση των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των ετών 2004 – 2005, καταδεικνύει ότι η φοροδιαφυγή είναι μεγαλύτερη σε γεωγραφικές περιοχές όπως η Νότια Ελλάδα, όπου το ποσοστό αδήλωτου εισοδήματος ανέρχεται σε 16%, ενώ στην περιοχή της Αττικής το ποσοστό του αδήλωτου εισοδήματος κυμαίνεται στο 6%. Γενικά οι περιοχές εκτός αστικών κέντρων εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα φοροδιαφυγής.
Η ίδια μελέτη (των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των ετών 2004 – 2005), καταδεικνύει ότι τα φυσικά πρόσωπα με υψηλά εισοδήματα φοροδιαφεύγουν περισσότερο, με το ποσοστό αδήλωτου εισοδήματος να ανέρχεται σε 14,7%.
Οι άγαμοι φοροδιαφεύγουν λιγότερο (το ποσοστό του αδήλωτου εισοδήματος ανέρχεται σε 7,2%), ενώ οι έγγαμοι και οι έγγαμοι με παιδιά φοροδιαφεύγουν περισσότερο, με το ποσοστό να αυξάνεται ανάλογα με το πλήθος των μελών της οικογένειας. Ειδικότερα, το ποσοστό αδήλωτου εισοδήματος στους έγγαμους ανέρχεται στο 10,4%, ενώ αυξάνεται σταδιακά μέχρι το 16,7% σε έγγαμους με τέσσερα και πλέον τέκνα.
Το μέγεθος της φοροδιαφυγής εκτιμάται στο 6-9% του ΑΕΠ (11-16 δισ. ευρώ ετησίως) καθώς:
Το εύρος των διαφυγόντων εσόδων από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων κυμαίνεται περίπου από 1,9% έως 4,7% του ΑΕΠ.
Τα συνολικά διαφυγόντα έσοδα από ΦΠΑ ανήλθαν σε 3,5% του ΑΕΠ σε όρους 2013.
Το συνολικό ποσό από τη μη είσπραξη Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης Οινοπνευματωδών Ποτών, εξαιτίας του λαθρεμπορίου, αντιστοιχεί σε 0,05% του ΑΕΠ σε όρους 2012
Οι συνολικές απώλειες εσόδων από τη μη καταβολή Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, εξαιτίας του λαθρεμπορίου τσιγάρων, αντιστοιχεί περίπου σε 0,3% του ΑΕΠ σε όρους 2014.
Τα διαφυγόντα έσοδα από τον ΕΦΚ στα καύσιμα αντιστοιχούν σε 0,1% του ΑΕΠ σε όρους 2014.
Τα διαφυγόντα έσοδα από τη μη καταβολή φόρου νομικών προσώπων είναι 0,06 – 0,15% του ΑΕΠ.
Όπως αναφέρθηκε στην εκδήλωση η μείωση της υπερφορολόγησης, η καλλιέργεια φορολογικής συνείδησης και η αξιοποίηση των σύγχρονων ψηφιακών εργαλείων, με έμφαση στην καθολική εφαρμογή των ηλεκτρονικών συναλλαγών, συνιστούν βασικούς πυλώνες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής.