Στον πάγο μπαίνουν τα σενάρια για ενδεχόμενη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ τόσο σε επίπεδο ποσοτικής χαλάρωσης όσο και στο μέτωπο των επιτοκίων μετά τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της τελευταίας συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου, όπου καταγράφεται ξεκάθαρη ευρεία στήριξη της πολιτικής και διατήρησής της.
Στόχος της ασκούσας πολιτικής, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά, είναι η στήριξη της ευρωπαϊκής οικονομίας και η θωράκισή της έναντι των ενδεχόμενων πολιτικών κινδύνων.
«Η ΕΚΤ θα πρέπει να παραμείνει υπομονετική και να διατηρήσει σταθερή τη νομισματικής πολιτική, εν μέσω της υψηλής αβεβαιότητας, η οποία πηγάζει από το πολιτικό περιβάλλον»
αναφέρεται ενδεικτικά.
Οι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας διαμηνύουν επίσης, την πίστη στην επίτευξη του στόχου για πληθωρισμό 2%, θεωρώντας ωστόσο, «πρόωρο κάθε πανηγυρισμό» για την πρόσφατη ανάκαμψη του δείκτη τιμών.
Όσον αφορά το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, τα πρακτικά καταδεικνύουν την προτίμηση της ΕΚΤ στις αγορές ομολόγων, με επιτόκια μεγαλύτερα του -0,4%. «Περιορισμένες και προσωρινές αποκλίσεις είναι πάντα πιθανές και αναπόφευκτες» σπεύδουν να διευκρινίσουν, σε κάθε περίπτωση.
Σημειώνεται ότι τα πρακτικά αφορούν τη συνεδρίαση της 18ης και 19ης Ιανουαρίου.
Η στάση των μελών του διοκητικού συμβουλίου της ΕΚΤ έχει ιδιαίτερα σημασία τώρα καθώς ο πληθωρισμός παρουσιάζεις ενδείξεις ανάκαμψης, απέχοντας όμως πολύ από το στόχο της ΕΚΤ, ενώ εντείνονται οι πιέσεις από τη Γερμανία για αύξηση των επιτοκίων και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
Επίσης αρκετοί ανέμεναν ότι η ΕΚΤ θα επανεξετάσει την πολιτική της μετά τη δέσμευση της Τζάνετ Γέλεν στην πολιτική αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων, ιδιαίτερα καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ ετοιμάζει πακέτο δημοσιονομικής χαλάρωσης.
Η επιμονή στην πολιτική και στους στόχους από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ είναι ισχυρό μήνυμα προς τις αγορές που θα πιέσει το ευρώ τόσο έναντι του δολαίου όσο και απέναντι στη στερλίνα, δημιουργώντας παράλληλα τις προϋποθέσεις για ράλι στα χρηματιστήρια και για αύξηση των επενδύσεων στην πραγματική οικονομία.