Πολιτική υψηλών τόνων, παραπληροφόρησης και προπαγάνδας ακολουθούν οι εμπλεκόμενοι στην ελληνική αξιολόγηση, ξεκινώντας από το ΔΝΤ, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και την ελληνική κυβέρνηση και φτάνοντας μέχρι τις τράπεζες, τους οίκους αξιολόγησης και τα media. Σε αυτό το πλαίσιο θέσεις και προτάσεις αναμειγνύονται με διαρροές, προβοκάτσιες και επιθετικές δηλώσεις, διαμορφώνοντας ένα άκρως εκρηκτικό κοκτέιλ μολότοφ.
Διαβάστε επίσης: Η Moody’s προβλέπει πολιτικό συμβιβασμό
Εφημερίδες και παράγοντες της πολιτικής σκηνής στην Ευρώπη και τη Γερμανία πιέζουν τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να υιοθετήσει συναινετική στάση και να αποφύγει την κλιμάκωση της σύγκρουσης με την Αθήνα. Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα media και αντιπολίτευση καθημερινά «καίνε» κυβερνητικές προτάσεις, πολιτικές και στελέχη με στόχο την πρόκληση αστάθειας και πολιτικής αναταραχής.
Υπ αυτό το πρίσμα οι πιέσεις για πρόσθετα μέτρα που συνεπάγονται μεγαλύτερο πολιτικό κόστος και η αποδόμηση της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού στόχο έχουν να καταστήσουν ευάλωτη την κυβέρνηση και να την απογυμνώσουν από τον κομματικό μηχανισμό άρα και τα κοινωνικά ερείσματα.
Το σκηνικό ευθύνεται και για την αναταραχή στις αγορές ομολόγων και στο χρηματιστήριο, ενώ το κλίμα επιδεινώνει η επαναφορά του Brexit στη συζήτηση έστω και από μη θεσμικούς κύκλους στο πλαίσιο άσκησης πολιτικών πιέσεων.
Διαβάστε επίσης: Πόλεμος δηλώσεων Σόιμπλε-Λαγκάρντ και υπόγειες διεργασίες για την Ελλάδα
Η ελληνική κυβέρνηση επενδύοντας σε μια σχέση εμπιστοσύνης με τη Γερμανία αποτάσσει το ΔΝΤ και τις εκθέσεις του, δεχόμενη όμως τα υψηλά και απειλητικά για την ανάπτυξη πλεονάσματα.
Την ίδια στιγμή ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε παίζει σε διπλό ταμπλό, καθιστώντας ζωτικής σημασίας τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα και αρνούμενος να δεχθεί τις προτάσεις του. Όπερ σημαίνει ότι ρίχνει όλο το βάρος του συμβιβασμού στην Ελλάδα,. Η ελληνική κυβέρνηση όμως, αποδεχόμενη τις θέσεις του ESM για πλεόνασμα 3,5% αλλά και την απαίτηση Σόιμπλε για συμμετοχή του ΔΝΤ είναι αναγκασμένη να κάνει πολλά βήματα πίσω και να πάρει πολύ λιγότερα σε αντάλλαγμα.
Η διαμάχη ΔΝΤ-Σόιμπλε παρά τις νέες εκθέσεις και τη συνεδρίαση του εκτελεστικού συμβουλίου δεν παρουσιάζει καμία εξέλιξη παρά επιδεικνύει μια ανθεκτική στατικότητα, ένδειξη ότι το ζητούμενο δεν είναι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης αλλά η πολιτική ανατροπή.
Διαβάστε επίσης: Η αξιολόγηση κλείνει, ο «τρίτος δρόμος» ανοίγει
Το πολιτικό σκηνικό που δημιουργείται υπ αυτές τις συνθήκες είναι προφανές ότι οδηγεί σε πολιτικές ανακατατάξεις και ενδεχόμενη επαναζύμωση του κυβερνητικού μείγματος.
Οι πιο ψύχραιμες φωνές σε αυτή τη φάση προέρχονται από τις τράπεζες και τους επενδυτικούς οίκους, όπου η Citi επισημαίνει ότι το ενδεχόμενο εκλογών δεν είναι ρεαλιστικό, ενώ η Moody’s προεξοφλεί πολιτικό συμβιβασμό και ενδιάμεση χρηματοδότηση για την κάλυψη των αναγκών του προγράμματος.
Γέφυρες φαίνεται να επιχειρούν να ρίξουν η ΕΚΤ, δια του Γιάννη Στουρνάρα και ο ESM μέσω του Κλάους Ρέγκλινγκ.
Ο Γιάννης Στουρνάρας στην επιστολή του προς το ΔΝΤ, η οποία έχει κοινοποιηθεί και προς τςις Βρυξέλλες διατυπώνει σειρά προτάσεων για την υπέρβαση των αδιεξόδων και την άμεση ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης.
Αντιστοίχως και ο Κλάους Ρέγκλινγκ με άρθρο του στους Financial Times επιχειρεί να αντικρούσει τα επιχειρήματα του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους, θέτοντας για πρώτη φορά ως εγγύηση την αλληλεγγύη των Ευρωπαϊκών χωρών προς την Ελλάδα τόσο μέσω του ESM όσο και απευθείας.
Ακολουθεί απόσπασμα του άρθρου του Κλάους Ρέγκλινγκ από τους FT:
«Μια ψύχραιμη ματιά στα γεγονότα δείχνει ότι η κατάσταση του χρέους στην Ελλάδα δεν πρέπει να είναι λόγος συναγερμού. Ο ESM και ο EFSF, τα κεφάλαια διάσωσης της Ευρωζώνης, έχουν ως τώρα διανείμει 174 δισ. ευρώ στη χώρα. Δεν θα δανείζαμε αυτό το ποσό, αν πιστεύαμε ότι δεν θα πάρουμε πίσω τα χρήματά μας. Πολλά έχουν ήδη γίνει για να ελαφρύνουν το βάρος του χρέους. Τόσο οι επίσημοι όσο και οι ιδιώτες πιστωτές έκαναν πρωτοφανείς προσπάθειες για να κρατήσουν το χρέος βιώσιμο. Καμιά άλλη χώρα στον κόσμο δεν έχει λάβει σημαντικότερη ελάφρυνση. Το 2012 οι ιδιώτες πιστωτές δέχτηκαν κούρεμα διαγράφοντας 107 δισ. ευρώ ελληνικού χρέους. Οι επίσημοι πιστωτές ελάφρυναν σημαντικά τους όρους δανεισμού. Αυτό μείωσε την οικονομική αξία του χρέους κατά 40% περίπου. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα απολαμβάνει εξοικονόμηση στον προϋπολογισμό 8 δισ. ευρώ ετησίως, ποσό αντίστοιχο με το 4,5% του ΑΕΠ, και θα συνεχίσει αυτό για χρόνια. Αυτό δεν δημιουργεί κόστος για τους Ευρωπαίους φορολογούμενους. Ωστόσο αναλαμβάνουν ρίσκο», αναφέρει ο επικεφαλής του ESM.
Συνεχίζει ο Κλάους Ρέγκλινγκ: «Ως αποτέλεσμα, το πραγματικό κόστος της Ελλάδας για την εξυπηρέτηση του χρέους είναι ένα από τα μικρότερα στην Ευρώπη και θα παραμείνει έτσι για πολύ καιρό. Οι μεικτές χρηματοδοτικές της ανάγκες θα μειωθούν τα επόμενα χρόνια και θα πέσουν πολύ κάτω από αυτές των περισσότερων χωρών της ευρωζώνης ως το 2020.
Τα πρόσφατα βραχυπρόθεσμα μέτρα που πάρθηκαν από τον ESM επίσης βοηθούν. Αν το συμφωνημένο πρόγραμμα εφαρμοστεί πλήρως, η βιωσιμότητα χρέους είναι εντός.
Γιατί το ΔΝΤ οδηγείται σε διαφορετικό συμπέρασμα; Το Ταμείο ως τώρα δεν είναι σε θέση να εντάξει στην ανάλυσή του για την Ελλάδα δομικούς παράγοντες που διαφοροποιούν ένα μέλος της Ευρωζώνης από άλλες χώρες του πλανήτη.
Ο ESM παρέχει πολύ μακροπρόθεσμα δάνεια, με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους. Τον Μάιο του 2016, οι εταίροι της Ελλάδας στην Ευρωζώνη δεσμεύτηκαν για πρόσθετη ελάφρυνση χρέους στο τέλος του προγράμματος του ESM στα μέσα του 2018, εάν υπάρχει ανάγκη. Και μακροχρόνια, δεσμεύτηκαν για ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τη δική της πλευρά της συμφωνίας. Είναι δύσκολο να υπερεκτιμήσει κανείς αυτή τη δέσμευση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης. Η αλληλεγγύη προς την Ελλάδα θα συνεχιστεί.
Οι χώρες εκτός ευρωζώνης δεν μπορούν να βασιστούν σε αυτές τις δεσμεύσεις. Από τη στιγμή που θα ολοκληρωθούν οι εκταμιεύσεις του ΔΝΤ, είναι μόνες τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ΔΝΤ έχει δίκιο να επιμένει ότι η βιωσιμότητα του χρέους θα πρέπει να εξασφαλίζεται νωρίς. Όμως στην Ελλάδα, ο ESM θα ελέγχει τα 2/3 του χρέους για τουλάχιστον 30 χρόνια. Ως εκ τούτου, ο μικρότερος χρονικός ορίζοντας του ΔΝΤ δεν είναι κατάλληλος. Επίσης, το ΔΝΤ αγνοεί τη δέσμευση των χωρών της ευρωζώνης».