Γεγονός είναι πλέον η μετάβαση της Ελλάδας στην επόμενη ημέρα με τη χρήση πλαστικού χρήματος και ηλεκτρονικών πληρωμών, εξέλιξη που είχε καθυστερήσει λόγω της εξάρτησης από τη χρήση μετρητών αλλά ήρθε ως παρενέργεια των capital controls.
Εκρηκτική αύξηση στη χρήση χφεωστικών καρτών και e-payments δείχνουν τα στοιχεία που παρουσίασε η Mastercard, απ όπου προκύπτουν και μεγάλες δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα της Mastercard, τη διετία 2014-2016 ο όγκος συναλλαγών με κάρτες σε POS αυξήθηκε κατά 136%, ενώ με χρεωστικές κάρτες κατά 391%(!). Αντιστοίχως, ο αριθμός των POS έχει διπλασιαστεί από το 2014 έως σήμερα.
Σύμφωνα με έρευνα της Focus Bari για λογαριασμό της Mastercard το 81% των καρτών, που σε σύνολο φθάνουν σε αριθμό τα 14,6 εκατ. στην ελληνική αγορά, είναι χρεωστικές.
Πρόκειται για 11,8 εκατ. κάρτες και το 1,3 εκατ. εκδόθηκε τον τελευταίο χρόνο, με έναρξη από την επιβολή των κεφαλαιακών περιορισμών.
Από οκτώ συναλλαγές σε POS ανά κάρτα ετησίως, σήμερα έχουν φθάσει τις 20, με μέση συναλλαγή ανά καταναλωτή τα 818 ευρώ ετησίως από 428 ευρώ το 2014. Η χρήση της κάρτας ως μέσο πληρωμής έχει ανέλθει από το 6% σε 15%, τη στιγμή που στη Δυτική Ευρώπη φθάνει το 42%, και τα μεγέθη αυτά δείχνουν τις προοπτικές ανάπτυξης.
Στην έρευνα της Focus Bari οι καταναλωτές δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν χρεωστικές κάρτες κατά 47% περισσότερο από πριν και πιστωτικές κατά 34% περισσότερο, με ανάλογα ποσοστά να δηλώνουν ότι θα τις χρησιμοποιούν και στο μέλλον, έχοντας πολύ υψηλά ποσοστά ικανοποίησης.
Είναι αξιοσημείωτη η διείσδυση των ανέπαφων πληρωμών στην Ελλάδα και η Mastercard καταγράφει 4,3 εκατ. κάρτες ανέπαφης τεχνολογίας και 1.345% αύξηση στις ανέπαφες συναλλαγές το 2016, σε σύγκριση με το 2015. Η τάση αυτή ενισχύεται περαιτέρω από τον αριθμό των POS ανέπαφων πληρωμών, ο οποίος έφθασε τα 220.000 συνολικά τερματικά την προηγούμενη χρονιά. Η υψηλότερη διείσδυση των ανέπαφων συναλλαγών καταγράφεται στα καταστήματα παιχνιδιών και ειδών hobby (63%), στα φαρμακεία (34%), στα βενζινάδικα (25%), στα καταστήματα τροφίμων και super markets (20%), καθώς και στα καταστήματα ειδών ένδυσης (18%).