Αν και πολλά έχουν γραφτεί για τη σύνθεση τις παρουσίες και τις απουσίες του φετινού World Economic Forum στο Νταβός, η πραγματικότητα απέχει παρασάγγας από τις προσεγγίσεις του Τύπου.
Η ιστορική πρώτη εμφάνιση του Κινέζου προέδρου, Ξι Τζινπίν και η απουσία της Άγκελα Μέρκελ και η υποβάθμιση της αμερικανικής αντιπροσωπείας τόσο από τον Μπαράκ Ομπάμα όσο και από τον Ντόναλντ Τράμπ αποτελούν σαφή μηνύματα τα οποία τα media απέφυγαν να ερμηνεύσουν συνδυαστικά.
[graphiq id=”2DxU7CxcaON” title=”Κορυφαίες εισαγωγές και εξαγωγές της Κίνας” width=”700″ height=”529″ url=”https://w.graphiq.com/w/2DxU7CxcaON” ]
Η χθεσινή ομιλία του Κινέζου προέδρου στο Νταβός υπέρ της παγκοσμιοποίησης και της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, επιβεβαίωσε τους χειρότερους εφιάλτες της Γερμανίας και των ΗΠΑ. Η Κίνα αντιμετωπίζοντας εσωτερική κρίση και διαθέτοντας υπερβάλλουσα ρευστότητα σε δολάρια και ευρώ είναι πλέον έτοιμη να επιτεθεί στην παγκόσμια οικονομία και να αναλάβει τα ηνία.
Το θέμα όμως δεν είναι τόσο απλό, καθώς η Κίνα δεν έχει δώσει διαπιστευτήρια, έχει αποφύγει να τοποθετηθεί επί βασικών ζητημάτων και δεν συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση της επόμενης ημέρας. Αν και αυτά ακούγονται ιδιαίτερα θεωρητικά, δεν είναι.
Στην πραγματικότητα η χθεσινή ομιλία του Κινέζου προέδρου για την ανάγκη εμπορικής συμφωνίας και προώθησης της εμπορικής παγκοσμιοποίησης ήταν casus beli για ΗΠΑ και Γερμανία που επιθυμούν να χαλιναγωγίσουν τις κινεζικές φιλοδοξίες για επέκταση μέσω της αρπαγής τεχνολογικού πλεονεκτήματος της Δύσης.
Η Γερμανία γνωρίζοντας ότι η ανάληψη πιο ενεργού και επιθετικού ρόλου από την Κίνα θα οδηγήσει ανατροπή του status quo και αναδιάταξη ισορροπιών, από πέρυσι πιέζει για νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία που θα επιτρέπει στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μπλοκάρουν εξαγορές από κινεζικές εταιρίες καίριων δομών, υποδομών και τεχνολογιών, ιδιαίτερα όταν οι κινεζικές εταιρίες βρίσκονται στον έλεγχο της κινεζικής κυβέρνησης.
Μόλις τον Δεκέμβριο ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Matthias Maching, σε συνέντευξή στους FT δήλωνε ότι:
«Η κυβέρνηση (σσ της Γερμανίας) καλωσορίζει τις ξένες επενδύσεις αλλά ανησυχεί για deals που φαίνεται να είναι καθοδηγούμενα από το κράτος και στόχο έχουν την απόκτηση πρόσβασης σε τεχνολογίες και δεν αφορούν τη Γερμανία ως επενδυτικό προορισμό».
Συμπλήρωσε λέγοντας:
«Χρειαζόμαστε να έχουμε τη δύναμη να μπορούσε να ερευνήσουμε πραγματικά συμφωνίες, όταν είναι ξεκάθαρο ότι καθοδηγούνται από βιομηχανική πολιτική-κρασκοπεία με μόνο στόχο τη μεταφορά τεχνολογίας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις θα πρέπει να μπορούμε να εμποδίζουμε την ολοκλήρωση τέτοιων deals».
Οι δηλώσεις του Γερμανού αξιωματούχου ακολούθησαν την απόφαση του υπουργείου Οικονομικών της χώρας να άρει τν έγκριση που είχε αρχικά δώσει για την εξαγορά της Aixtron από την κινεζική Fujian Grand Chip Investment Fund και την επανέναρξη της διαδικασίας διερεύνησης της συμφωνίας από τις αρχές.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει όμως το γεγονός ότι το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας ενήργησε μετά από ενημέρωση που έλαβε από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες ότι τα μικροτσίπ που παράγει η Aixtron μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πυρηνικό πρόγραμμα της Κίνας.
Όπως αναφέρουν οι Financial Times η ενημέρωση έγινε σε παρουσίαση στην αμερκανική πρεσβεία στο Βερολίνο.
Έντονες αντιδράσεις έχει εκφράσει και ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τράμ, καθώς ο τομέας της παραγωγής μικροτσίπ στην Κίνα λαμβάνει τεράστιες κρατικές επιχορηγήσεις και ειδικό φορολογικό καθεστώς αποκτώντας τεράστιο πλεονέκτημα έναντι των αμερικανικών εταιριών της Silicon Valley.
Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές η Κίνα αν και έχει μπει ιδιαίτερα επιθετικά στην αγορά επεξεργαστών και μικροεπεξεργαστών εν τούτοις οι εταιρίες της υστερούν σε τεχνολογία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παρακολουθήσει την κούρσα εξέλιξης.
Οι υπηρεσίες πληροφοριών επιμένουν ότι η Κίνα επιχειρεί να καλύψει αυτό κενό με βιομηχανική κατασκοπεία και επιθετικές εξαγορές με στόχο να ηγηθεί σε κλάδους, αγορές αλλά καις την αμυντική βιομηχανία αποκτώντας δια της πλαγίας οδού το πλεονέκτημα έναντι των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Για τις αγορές η μεγαλύτερη ανησυχία έγκειται στην ταχύτητα με την οποία η Κίνα ρίχνει τις τιμές στις αγορές που εισέρχεται, αφήνοντας στην ουσία πίσω της καμένη γη και διαλύοντας κλάδους με σοβαρές επιχειρηματικές προοπτικές απλά επειδή μπορεί να παράξει σε χαμηλότερα κόστη λόγω της διαφοράς επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της.
Υπ αυτό το πρίσμα αν η Κίνα καταφέρει –υποκλέπτοντας τεχνολογία- να ανταγωνιστεί τη Δύση σε τεχνολογίες αιχμής τότε είναι πιθανό να οδηγηθεί σε αδιέξοδο η τεχνολογική βιομηχανία της Δύσης και να απειληθεί ο πυρήνας της ανάπτυξης και της απασχόλησης.