Καθώς η Αμερική να διεκδικεί τη θέση της ανάμεσα στους μεγάλος παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου, ΗΠΑ και Ρωσία μπορεί να δυσκολευτούν να χαράξουν μια πορεία ενεργειακής συνεργασίας, με τη ζυγαριά να πασχίζει να ισορροπήσει από το εξίσου σημαντικό βάρος οφέλους και παραχωρήσεων.
Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλτ Τραμπ υπερασπίζεται σθεναρά τη βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία και η επιλογή του Rex Tillerson, πρώην διευθύντος συμβούλου της ExxonMobil, ως υπουργού Εξωτερικών, συμβαδίζει με αυτή την κατεύθυνση. Έχοντας διαπραγματευθεί την $500 δισεκατομμυρίων κοινοπραξία της Rosneft το 2011, ο Tillerson, έχει την μεγαλύτερη εμπειρία όσο αναφορά τη Ρωσία από οποιοδήποτε άλλο στέλεχος.
[graphiq id=”8n6vPTdOXrf” title=”Rex Tillerson: Το προφίλ” width=”700″ height=”500″ url=”https://w.graphiq.com/w/8n6vPTdOXrf” ]
Αμοιβαία συμφέροντα στη βιομηχανία πετρελαίου αποτέλεσαν κινητήριο δύναμη στις αρχές του 2000, ώστε Ρωσία και ΗΠΑ να αποφασίσουν να κινηθούν προς ενίσχυση των σχέσεων τους. Οι ΗΠΑ εισήγαγαν διπλάσια ποσότητα πετρελαίου από εκείνη που παρήγαγαν, εξαρτώμενοι κυρίως από τους προμηθευτές της Μέσης Ανατολής, και η Ρωσία χρειαζόταν τα χρήματα και την τεχνολογία των αμερικανικών εταιριών για να μπορέσει να αξιοποιήσει τα τεράστια και μέχρι τότε ανεκμετάλλευτα αποθέματα της.
Τον Οκτώβρη του 2002 σε συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Χιούστον κυβερνητικά και επιχειρηματικά στελέχη 70 εταιριών πετρελαίου και αερίου, διεξήχθησαν οι πρώτες συζητήσεις. Σε ένα δεύτερο συνέδριο 11 μήνες αργότερα, εστίασαν στην βελτίωση του κλίματος από επενδύσεις ενέργειας στη Ρωσία, και παρότι είχε αρχίσει να φαίνεται μια πιο κοντινή σχέση ανάμεσα στις δύο χώρες, δεν υπήρξε συνέχεια.
Μέχρι το 2004 το Κρεμλίνο προχώρησε σε κρατικοποίηση μερών του ιδιωτικού τομέα ενέργειας της χώρας και οι εταιρίες εξόρυξης στις ΗΠΑ, ανέπτυξαν την τεχνολογία για την εξαγωγή πετρελαίου και αερίου από σχηματισμούς σχιστόλιθου, απρόθυμοι ωστόσο να μοιραστούν την γνώση τους με τους Ρώσους, αποσταθεροποιώντας έτσι τη βάση εναρμονισμού των σχέσεων των δύο χωρών.
Με τη λίστα των συμμετεχόντων του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, να περιλαμβάνει ηχηρά ονόματα της βιομηχανίας πετρελαίου, η προοπτική μιας νέας εξέλιξης στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, αναμένεται να συζητηθεί, τουλάχιστον παρασκηνιακά. Σε νέο επίπεδο όμως, καθώς υπήρξαν πολλές διαφοροποιήσεις από τις θέσεις των δύο χωρών το 2000.
Σύμφωνα με την ΕΙΑ, οι ΗΠΑ τείνουν να καταστούν εξαγωγέας ενέργειας μέσα στην επόμενη δεκαετία. Ο ανταγωνισμός βέβαια και η ενίσχυση της προσφοράς θα μπορούσε να πέσει τις τιμές, με την φθηνή ενέργεια να μην είναι επιθυμητή για το Κρεμλίνο, καθώς τα έσοδα της Ρωσίας έχουν δεχθεί σοβαρό πλήγμα από την κατάρρευση των τιμών του μαύρου χρυσού.
Σημαντικό όπλο διαπραγμάτευσης στη φαρέτρα των ΗΠΑ, αποτελεί η άρση των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί ως αντίποινα για τις επιδρομές των Ρώσων σε Ουκρανία και Κριμαία, με παράπλευρη απώλεια όμως αυτή του πλεονεκτήματος, εάν ο Τραμπ προσχωρήσει σε αυτή.
Κυβερνοεπιθέσεις, η κατάσταση στη Συρία και ο ρόλος των Ρώσων στη Μέση Ανατολή, αποτελούν επίσης ανασταλτικούς παράγοντες για τις σχέσεις των δύο χωρών και ταυτόχρονα η συνεργασία Αμερικανικών εταιριών με την κυβέρνηση του Ντόναλτ Τραμπ στη διερεύνηση των ευκαιριών στη Ρωσία δεν είναι εξασφαλισμένη.
Σημαντικό ρόλο στην απόφαση προσέγγισης από τις ΗΠΑ, έχουν και τα γεωπολιτικά συμφέροντα της χώρας. Ο ρόλος της Ρωσίας ως προμηθευτής φυσικού αερίου στην Ευρώπη και η επιθυμία των Αμερικανών να επεκτείνουν τις πωλήσεις τους σε αυτή την πλευρά του Ατλαντικού αποτελούν αντικρουόμενα συμφέροντα που πρέπει να αξιολογηθούν.
Ανεξάρτητα όμως από τα ανταγωνιστικά επίπεδα, η συνεργασία των δύο χωρών θα μπορούσε να επιφέρει μια σταθερότητα στην αποσταθεροποιημένη παγκόσμια αγορά πετρελαίου, γεγονός που θα ωφελούσε και τους δύο. Η τιμή των $60-$80 το βαρέλι είναι αρκετή για να μπορέσει η Ρωσία να καλύψει τις τρύπες του προϋπολογισμού της και για τις ΗΠΑ να επενδύσουν σε νέα σχέδια.