Με συμφωνία για οδικό χάρτη διαπραγματεύσεων και κοινή δήλωση έκλεισε η διάσκεψη της Γενεύης για το Κυπριακό, απέχοντας όμως πολύ από τις προσδοκίες για λύση ή πολιτική συμφωνία σε υψηλό επίπεδο.
Αν και οι δυο πλευρές υπέβαλαν ακόμη και χάρτες για τα εδαφικά και προτάσεις για τον τρόπο διακυβέρνησης που θα μπορούσαν να συζητηθούν περαιτέρω η συμμετοχή του Μπόρις Τζόνσον επιδείνωσε τη στάση της Άγκυρας και οι προσπάθειες του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ και του Ζαν Κλωντ Γιούνκερ στη συνέχεια κατάφεραν να σώσουν τα προσχήματα.
Στην πραγματικότητα όμως η στάση της Άγκυρας σε συνδυασμό με τη σιωπηρή πρόκληση από τη Βρετανία δυναμίτισαν τη διάσκεψη. Οι διαρροές εγγράφων και χαρτών ήταν η πρώτη κίνηση που υπέσκαψε την αξιοπιστία και δημιούργησε εντάσεις.
Όπως προκύπτει από το κείμενο της κοινής δήλωσης το θέμα των εγγυήσεων παραμένει το μείζον ζήτημα, γεγονός που αντανακλά την πολιτική Τουρκίας και Βρετανίας πάνω στην Κύπρο και όχι ουσιαστικά προβλήματα μεταξύ των δυο κοινοτήτων.
Τελικά αποφασίστηκε η συγκρότηση ομάδων εργασίας εμπειρογνωμόνων και η επανάληψη των διαπραγματεύσεων σε αυτό το επίπεδο στις 18 Ιανουαρίου.
Η ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά τη διάσκεψη από τον ΟΗΕ, έχει ως εξής:
Συγκλήθηκε σήμερα 12 Ιανουαρίου 2017 στη Γενεύη η Διάσκεψη για την Κύπρο, υπό την αιγίδα του Γ. Γ. των Ηνωμένων Εθνών, με την συμμετοχή της αυτού εξοχότητας Μουσταφά Ακιντζί και της αυτού εξοχότητας Νίκου Αναστασιάδη, των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου ως εγγυητριών δυνάμεων και την παρουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως παρατηρητή. Η Διάσκεψη συνεχάρη στους κ. κ. Αναστασιάδη και Ακιντζί για την σημαντική πρόοδο που σημειώθηκε τους τελευταίους 20 μήνες στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό. Μόνο χάρη στην αφοσιωμένη τους εργασία κατέστη δυνατόν να συγκληθεί σήμερα η Διάσκεψη. Είναι η πρώτη φορά που συγκεντρώθηκαν όλοι για να συζητήσουν το κεφάλαιο της ασφάλειας και των εγγυήσεων, το έκτο και τελευταίο κεφάλαιο των διαπραγματεύσεων. Στις συζητήσεις σήμερα υπογραμμίστηκε η πρόθεση των συμμετεχόντων να βρουν κοινά αποδεκτές λύσεις για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις που να απαντούν στις ανησυχίες και των δύο κοινοτήτων. Αναγνώρισαν πως η ασφάλεια της μιας κοινότητας δεν μπορεί να επιτευχθεί εις βάρος της ασφάλειας της άλλης. Επίσης αναγνώρισαν την ανάγκη να απαντηθούν οι παραδοσιακές ανησυχίες για την ασφάλεια των δύο κοινοτήτων, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα ένα όραμα για την ασφάλεια μιας μελλοντικής ενωμένης ομοσπονδιακής Κύπρου. Οι συμμετέχοντες αναγνώρισαν πως αυτή είναι η στιγμή για να έχουν επιτυχή κατάληξη οι διαπραγματεύσεις. Πρόκειται για μια ιστορική ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη. Οι συμμετέχοντες ως εκ τούτου δεσμεύτηκαν στηρίξουν τη διαδικασία προς μια συνολική λύση στην Κύπρο. Οι κοινοί στόχοι που περιγράφονται πιο πάνω θα χρειαστούν συντονισμένες προσπάθειες από όλους τους ενδιαφερόμενους τις επόμενες ημέρες. Ως εκ τούτου, με αυτό τον στόχο, αποφάσισαν να συνεχίσουν τη Διάσκεψη, στη βάση του προηγούμενου που καθορίστηκε, με τα παρακάτω βήματα:
– Τη δημιουργία μιας ομάδας εργασίας στο επίπεδο των αντιπροσωπειών. Η ομάδα αυτή θα αρχίσει τις εργασίες της στις 18 Ιανουαρίου. Το έργο της θα είναι να καθορίσει συγκεκριμένα ερωτήματα και τα όργανα που χρειάζονται για να απαντηθούν.
– Παράλληλα οι διαπραγματεύσεις για τα εκκρεμούντα θέματα στα άλλα κεφάλαια θα συνεχιστεί μεταξύ των δύο πλευρών στην Κύπρο.
– Η διάσκεψη θα συνεχιστεί σε πολιτικό επίπεδο αμέσως μετά για να ανασκοπήσει το αποτέλεσμα των συζητήσεων της ομάδας εργασίας. Στη Διάσκεψη επιβεβαιώθηκε η πλήρης δέσμευση των τριών εγγυητριών δυνάμεων να υποστηρίξουν την επίτευξη συνολικής συμφωνίας.