Σκληρό πολιτικό και όχι οικονομικό είναι το πόκερ που παίζεται πάνω στα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, την αξιολόγηση και τη διαμόρφωση της επόμενης ημέρας στην Ελλάδα. Όπως είναι προφανώς από τις αντικρουόμενες δηλώσεις, τις μονομερείς ενέργειες και την έλλειψη κοινού ανακοινωθέντος από τους θεσμούς, οι εσωτερικές διαιρέσεις είναι τεράστιες.
Αν και το μέτωπο των Νοτίων έχει αποσυντεθεί μετά την παραίτηση του Ματέο Ρέντσι και της ανακοίνωσης του Ολάντ να μην είναι υποψήφιος το 2017, η Γερμανία αδυνατεί να συσπειρώσει και αρκείται σε κινήσεις επίδειξης μονομερούς ισχύος.
Μια σειρά ανοιχτών ζητημάτων, ξεκινώντας από τα επιτόκια της ΕΚΤ και τις διασώσεις τραπεζών, το προσφυγικό, τη Σένγκεν, την TPP και φτάνοντας μέχρι την Ελλάδα απαιτούν πολιτικές συμφωνίες σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίες δεν μπορούν να επιτευχθούν όταν ολόκληρες χώρες αποσταθεροποιούνται, αλλά διευκολύνονται από αδύναμες πολιτικά και αποδυναμωμένες κοινωνικά κυβερνήσεις.
Αν και σε αυτό το στενό πλαίσιο. ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επιχείρησε να σφίξει πιο πολύ το χαλινάρι στην ελληνική κυβέρνηση, την ώρα μάλιστα που ο Αλέξης Τσίπρας ζητούσε τα «κλειδιά» από την Άγκελα Μέρκελ. Ωστόσο πρόκειται για ένα zero sum game, όπου όλοι φεύγουν ελαφρώς απογοητευμένοι προσδοκώντας την επόμενη αναμέτρηση.
Για τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε το στοίχημα δεν ήταν η αναίρεση του πακέτου παροχών αλλά η επικοινωνιακή του ισοπέδωση ώστε να περιορίσει τα πολιτικά οφέλη για την κυβέρνηση, να τη διατηρήσει σε απόσταση από την κοινωνία και εύκολα χειραγωγίσιμη.
Στην πραγματικότητα ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επιθυμεί αποδυναμωμένες κυβερνήσεις με αρκετά σημεία πίεσης ώστε να μπορεί να επιβάλλει τη γερμανική πολιτική, προσφέροντας ως αντάλλαγμα την πολιτική επιβίωση τους.
Πρόωρες εκλογές: Όπλο που κανείς δε θέλει
Το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών αν και επανέρχεται μετ επιτάσεως σε καιρούς κρίσης και σύγκρουσης σίγουρα είναι απευκταίο τόσο από τη Γερμανία όσο και από τους υπόλοιπους ισχυρούς της ΕΕ, καθώς μια ακόμη χώρα με βαθιά κρίση και κοινωνική αναταραχή στις κάλπες σημαίνει έκρηξη του πολιτικού ρίσκου και της ακροδεξιάς.
Το ενδεχόμενο πτώσης της κυβέρνησης στη σκια της αντιπαράθεσης με τη Γερμανία για το πακέτο παροχών ή με υπό το βάρος απαίτησης για λήψη νέων μέτρων, θα αποτελούσε όπλο στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, γεγονός που θα οδηγούσε –κατά πάσα πιθανότητα- σε αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης από τον νικητή και σε νέες κάλπες αυτή τη φορά με απλή αναλογική.
Αυτό το σενάριο είναι εφιαλτικό τόσο για το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα όσο και για τους ξένους καθώς θα οδηγούσε σε αχαρτογράφητα ύδατα και σε πολιτική αβεβαιότητα τύπου Ισπανίας, κατάσταση που δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.
Η αξιολόγηση μοχλός ανατροπής του status quo
Ωστόσο οι πιέσεις δεν εξαντλούνται στην εφαρμογή των μέτρων για το χρέος, αντιθέτως αναμένεται να ενταθούν στη δεύτερη αξιολόγηση, όπου ακόμα δεν έχει βρεθεί φόρμουλα για τη συμμετοχή ή την αλλαγή του ρόλου του ΔΝΤ.
Το ζήτημα θα επανέλθει στη λήψη πρόσθετων μέτρων ή τη δημιουργία μηχανισμού αυτόματης ενεργοποίησης «κόφτη» και στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και τις αποκρατικοποιήσεις.
Αν και τα ανοιχτά μέτωπα είναι προσδιορισμένα, εν τούτοις το διακύβευμα δεν είναι οικονομικό αλλά πολιτικό.
Για το λόγο αυτό αναδύονται –εσχάτως- δημοσιεύματα για τη ρευστότητα που διαθέτει η κυβέρνηση, τη χρήση του πλεονάσματος και τις δανειακές υποχρεώσεις.
Πρόκειται για τροχιοδεικτικές βολές καθώς συγκεκριμένοι κύκλοι προσπαθούν να στήσουν κλίμα και σκηνικό αντίστοιχο με του παρελθόντος, οδηγώντας σε εξαντλητικές για την οικονομία και την κυβέρνηση διαπραγματεύσεις και ντε-φάκτο αλλαγή πολιτικού σκηνικού, ενδεχομένως με κυβέρνησης τεχνοκρατών ή προσωπικοτήτων.
Τις διαστάσεις αυτές ανέδειξε με άρθρο του ο Ευρωβουλευτής Στέλιος Κούλογλου αναγνωρίζοντας την πρόθεση κύκλων δανειστών να ανατρέψουν την κυβέρνηση.
Οι σχεδιασμοί αυτοί όμως είναι από καιρό ορατοί και αντιληπτοί στους κύκλους των Βρυξελλών.
Εκεί η Ελλάδα δεν αποτελεί ένα αυτονομημένο πρόγραμμα αλλά ένα πιόνι σε μια ευρύτερη παρτίδα παγίωσης του πολιτικού σκηνικού στην ΕΕ και επαναπροσδιορισμού της στόχευσης της Ένωσης.
Προσφυγικό-Δουβλίνο-Σένγκεν
Με την τρομοκρατία να αποτελεί το «new normal» για την Ευρώπη, το προσφυγικό να χρησιμοποιείται ως μοχλός για την άνοδο της ακροδεξιάς και την οικονομία να παραμένει αναιμική, μείζον θέμα είναι η αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας και σταθερότητας ώστε να μπορέσει ο κόσμος να καταναλώσει και η ανάπτυξη να ξεπαγώσει.
Με τη συνθήκη Σένγκεν να τελεί σε αναστολή σε πολλά σημεία και χώρες της ΕΕ, το Δουβλίνο ΙΙ να παραμένει πρακτικά ανεφάρμοστο και την κρίση στη Συρία να εντείνει τις προσφυγικές ροές, απαιτούνται άμεσοι και χειρουργικοί χειρισμοί ώστε να αποφευχθεί αναζωπύρωση κρίσεων και μετάστασή τους.
Σε αυτή τη φάση, το ενδεχόμενο αποσταθεροποίησης της Ελλάδας, που αποτελεί πύλη εισόδου, τη στιγμή που ο Ταγίπ Ερντογάν αναζητά σημεία πίεσης της ΕΕ για να εξάγει την εσωτερική κρίση της Τουρκίας, θα οδηγούσε σε στιγμιαίο σοκ στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη.
Ευρωστρατός, αμυντικές δαπάνες
Μείζον θέμα αυτή τη στιγμή, το οποίο δεν κερδίζει επικεφαλίδες αλλά αποτελεί καίριο πολιτικό διακύβευμα για τη Γερμανία, την ανάπτυξη και τη συνοχή της ΕΕ, αποτελεί ο Ευρωστρατός, η δημιουργία του οποίου έχει ξεκινήσει.
Με στόχο την ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, τη δυνατότητα εκπόνησης ενιαίας εξωτερικής πολιτικής προς τη Ρωσία και την πιο συμπαγή παρουσία στα πλαίσια του NATO Γερμανία, Γαλλία και Κομισιόν πέτυχαν να περάσουν μια σειρά παρεμβάσεων καθώς και τη δημιουργία του θεσμικού πλαισίου.
Όπως έχει κατ επανάληψη επισημάνει το Crisis Monitor, κυρίαρχο θέμα είναι η ρήτρα για συντονισμό αμυντικών δαπανών, ώστε οι χώρες μέλη της ΕΕ να περιορίσουν το κόστος και να διαμορφώσουν κοινό δόγμα.
Αυτός ο σχεδιασμός στόχο έχει την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, η οποία επικεντρώνεται στη Γερμανία και τη Γαλλία.
Η προώθηση αυτών των σχεδιασμών δεν μπορεί να γίνει σε καθεστώς πολιτικής αποσταθεροποίησης και ανόδου των ευρωσκεπτικιστών και των νεοναζί, συνεπώς τα όρια της πίεσης προσδιορίζονται από τις ίδιες τις επιδιώξεις.