Δυο μόλις 24ωρα από την κρίσιμη συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με την Άγκελα Μέρκελ και τρία πριν από τη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, το σκηνικό της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση μοιάζει πιο ρευστό από ποτέ. Η παρέμβαση του ΔΝΤ που αποποιείται τη λιτότητα, την Κομισιόν να υπερασπίζεται το πρόγραμμα και την Αθήνα αντιμέτωπη με νέα μέτρα.
Η διάσταση απόψεων μεταξύ των θεσμών μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε κατάρρευση της συμφωνίας του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, κάτι που θα βόλευε την ελληνική κυβέρνηση, καθώς έχει ήδη κατοχυρώσει τα θετικά και προσπαθεί να αποφύγει τη μέγγενη των πλεονασμάτων.
[graphiq id=”ebLflL5VWsd” title=”Ελλάδα: Κορυφαίοι εμπορικοί εταίροι” width=”700″ height=”614″ url=”https://w.graphiq.com/w/ebLflL5VWsd” ]
Η ατζέντα της συνάντησης του Αλέξη Τσίπρα με την Άγκελα Μέρκελ, όιπως αυτή προσδιορίστηκε από την εκπρόσωπο Τύπου της καγκελαρίας, περιλαμβάνει το προσφυγικό, τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, το Κυπριακό και τη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση.
Διαβάστε επίσης: Οι Γερμανοί ξανάρχονται… με επενδύσεις 3 δισ.
Προσφυγικό-αξιολόγηση-ελληντουρκικά
Σε αυτό το πλαίσιο έγκειται και η διαπραγματευτική ισχύς της Αθήνας, καθώς Κομισιόν και Βερολίνο πιέζουν για την εφαρμογή της συμφωνίας «Δουβλίνο ΙΙ», ως προπομπό για την αποκατάσταση της κανονικότητας στη ζώνη Σένγκεν και την άρση των περιορισμών που έχουν επιβληθεί από αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων Γαλλία και Γερμανία.
Το ζήτημα αυτό είναι ζωτικής σημασίας για την ΕΕ καθώς η Κομισιόν έχει παρατείνει μέχρι τον Μάριο τις εξαιρέσεις στην εφαρμογή της Σένγκεν, αλλά δεν αποτελεί επιλογή η νέα παράτασή τους.
Για να πειστούν όμως οι χώρες να ανοίξουν σύνορα και να καταργήσουν τους ελέγχους χρειάζονται αντισταθμιστικό όφελος και αυτό μπορεί να το παράσχει πρώτα η Ελλάδα, αποδεχόμενη την επαναπροώθηση μεταναστών.
Για την Ελλάδα αυτό το ζήτημα συνδέεται όμως άμεσα με τις ελληνοτουρικές σχέσεις, τη λειτουργία της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας και την ύπαρξη ικανής χρηματοδότησης.
Διαβάστε επίσης: Έτσι ξεσκίζουν την Ευρώπη (σε γραφήματα)
Όπως όλα δείχνουν ο Αλέξης Τσίπρας το συνδέει και με τη διαπραγμάτευση, τη διασφάλιση δηλαδή της ομαλότητας στο οικονομικό και πολιτικό σκηνικό, ώστε να μπορέσει ο ίδιος και η κυβέρνησή του να διαχειριστούν το οικονομικό και πολιτικό κόστος της συμφωνίας Δουβλίνο ΙΙ.
Η αντιπαράθεση Βερολίνου-ΔΝΤ
Αν και η κυβέρνηση φαίνεται να βρίσκεται σε αντιπαράθεση με το ΔΝΤ και να περιμένει χείρα βοηθείας από το Βερολίνο κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει. Στην πραγματικότητα η στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης κατά της λιτότητας με τις διαρροές στα media για τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για «νέο αίμα» φαίνεται ότι είναι αυτή που ώθησε τα στελέχη του Ταμείου στο άρθρο «Το ΔΝΤ δεν ζητάει περισσότερη λιτότητα για την Ελλάδα».
Τόσο τα media όσο και οι πολιτικοί έχουν επιλέξει να υποβαθμίσουν το ρόλο της ΕΚΤ στις διαπραγματεύσεις, δημιουργώντας μια μάλλον στρεβλή εικόνα, καθώς ο Μάριο Ντράγκι έχει επισημάνει ότι «η ΕΚΤ θα διεξάγει ανεξάρτητη αξιολόγηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους», διαχωρίζοντας τη θέση του από τον ESM και το ΔΝΤ.
[graphiq id=”brqsEvspELb” title=”Ελλάδα: Δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ” width=”700″ height=”550″ url=”https://w.graphiq.com/w/brqsEvspELb” ]
Το άρθρο των Πόουλ Τόμσεν και Μωρίς Όμπσφέλντ αποδεικνύεται θρυαλλίδα εξελίξεων, εκθέτοντας δημοσίως τις δυο διαφορετικές προσεγγίσεις για το ελληνικό πρόγραμμα, αναγκάζοντας το ΔΝΤ να αντιπαρατεθεί ευθέως με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και το Βερολίνο να καταγράψει τις θέσεις του απέναντι σε αυτές του Ταμείου.
Με τον τρόπο αυτό η ελληνική κυβέρνηση δεν παίρνει μέρος στην αντιπαράθεση αλλά επιτυγχάνει να τραβήξει την κουρτίνα στις παρασκηνιακές διεργασίες Βερολίνου-Ουάσιγκτον.
Με το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον να διασταυρώνουν τα ξίφη τους για χρέος, πλεόνασμα και δημοσιονομικά τη λύση μπορεί να δώσει η ΕΚΤ, η οποία κινείται παραδοσιακά πιο κοντά στον άξονα του ΔΝΤ, ενώ είναι αυτή που μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην αναδιάρθρωση των χρηματοδοτικών ροών και στη βελτίωση της ρευστότητας.
Ο Τσίπρας κατοχύρωσε παροχές, η συμφωνία μπορεί να καταρρεύσει
Αν και η ελληνική κυβέρνηση έχει συνυπογράψει την ανακοίνωση του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, όπου αφενός διασφαλίζει πολιτική ευελιξία για το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, από την άλλη όμως αποδέχεται την ασαφή διατύπωση «επίτευξη πλεονασμάτων 3,5% από το 2018 και μεσοπρόθεσμα», αυτό μπορεί να αλλάξει στην κατεύθυνση που θα δείξει η έκθεση της ΕΚΤ.
Υπ αυτό το πρίσμα το ΔΝΤ δεν βλέπει να είναι εφικτή η επίτευξη τέτοιων πλεονασμάτων χωρίς νέα μέτρα, ενώ θεωρεί ανεπαρκή τα συμφωνηθέντα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους.
Η Αθήνα θέλει να αποφύγει τη συμφωνία Βερολίνου-ΔΝΤ καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε την αποδοχή πλεονασμάτων 3,5% και πρόσθετων μέτρων για την επίτευξή τους.
Συνεπώς η καταγραφή της διάστασης απόψεων των δυο κέντρων δημιουργεί χώρο για διαπραγματεύσεις και εξασφαλίζει τον καταλυτικό ρόλο της ΕΚΤ.
Σε αυτό το πλαίσιο ιδιαίτερη βαρύτητα έχει, διπλωματικά και νομικά, η διατύπωση της ανακοίνωσης του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, όπου τα στελέχη του ΔΝΤ δεσμεύονται για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα στο πλαίσιο των πολιτικών του Ταμείου και με την υποβολή σχετικού αιτήματος στο διοικητικό συμβούλιο.
Με βάση τη διάρθρωση της ανακοίνωσης ο πυλώνας συμμετοχής του ΔΝΤ είναι εξίσου ισχυρός με αυτόν τηε επίτευξης πλεονάσματος 3,5%.
Συνεπώς η ισχύς της απόφασης εξαρτάται τόσο από το Βερολίνο όσο και από την Ουάσιγκτον καθώς και την ΕΚΤ, η οποία δεν έχει «μιλήσει» ακόμη.