Τείχη, φράχτες, αναστολή της Σένγκεν ακόμα και της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι μόνο κάποια από τα απελπισμένα μέτρα που έχουν λάβει οι Ευρωπαίοι για να… προστατευθούν από το κύμα προσφύγων και τις τρομοκρατικές επιθέσεις, αναιρώντας τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι σήμερα.
Η Ιταλία –ακολουθούμενη από την Ελλάδα- ήδη μπλόκαρε την ψήφιση των αλλαγών στον προϋπολογισμό του 2013-2020 ζητώντας περισσότερη στήριξη τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο και ενιαία γραμμή στην αντιμετώπιση του προσφυγικού.
Το ρήγμα μεταξύ Βορείων και Νοτίων διευρύνεται, ενώ οι νέες χώρες λειτουργούν φυγόκεντρα και εθνικιστικά αποτελώντας μια ακόμη πρόκληση τόσο για την Ευρώπη όσο και για το διευθυντήριο και ιδιαίτερα για τη Γερμανία.
Η πολιτική της δημιουργίας γερμανικής αυλής γυρνάει μπούμερανγκ και απειλεί την Ευρώπη. Αντίστοιχα αποτελέσματα έχει και η στρατηγική των ΗΠΑ για ενίσχυση του εθνικιστικού αισθήματος σε αυτές τις χώρες με στόχο την εδραίωση του χάσματος και της αντιπαλότητας με τη Ρωσία.
Με την Ευρώπη των κοινωνιών να ξηλώνεται, το Brexit και τις νέες χώρες να αμφισβητούν την πολιτική ενοποίηση και τη Γερμανία την τραπεζική, η Ευρώπη φαίνεται ότι διαλύεται «στα εξ ων συνετέθη».
Η Γερμανία με καθυστέρηση και με την επίκληση της αναγκαιότητας και της ρωσικής απειλής επιταχύνει τη δημιουργία του Ευρωστρατού, με στόχο να ενισχύσει τους συνεκτικούς κρίκους της ΕΕ, να αποδείξει ότι ακούει τους φόβους και τις ανάγκες των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και να αποκαταστήσει το αίσθημα ασφάλειας.
Προσπαθώντας να εφαρμόσει την «ηγεσία με το παράδειγμα» και με βαρύ πολιτικό κόστος η Άνγκελα Μέρκελ έβαλε τη Γερμανία ως προμετωπίδα στην προσφυγική κρίση υποδεχόμενη συνολικά περίπου 1 εκατ. ανθρώπους.
Η Κομισιόν κινούμενη στο ίδιο μήκος κύματος επιτάχυνε τον μετασχηματισμό και την αναβάθμιση της Frontex σε ακτο-συνοριοφυλακή, ενώ έδωσε και πολιτικό χώρο στις νέες χώρες.
Οι κινήσεις όμως αυτές δεν συνεισέφεραν στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των συνεκτικών δομών καθώς ήταν “πολύ λίγα, πολύ αργά”.
Αντ’ αυτού το club Vizegrad έγινε μοχλός πίεσης προς την Κομισιόν και αμφισβήτησης των ευρωπαϊκών κεκτημένων. Χτίστηκαν τείχη και φράχτες, έκλεισε ο βαλκανικός διάδρομος και αναπτύχθηκε αντευρωπαϊκή ρητορική.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε γραπτή δήλωσή του προς το Businessinsider ο Ειδικός Απεσταλμένος των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Φρανσουά Κρεπώ:
Οι ροές μεταναστών προς την Ευρώπη δεν υποχωρούν και οι συνοριακοί έλεγχοι γίνονται το “νέο κανονικό” -“the new normal” σε μια υποτιθέμενη ελεύθερη ζώνη. Οι μετανάστες γίνονται οολοένα και περισσότερο στόχοι επιθέσεων.
Ενώ συνεχίζει παρατηρώντας:
“Είνα τρομακτικό να παρατηρείς πως η συζήτηση για τους μετανάστες και τα δικαιώματά τους έχει περιοριστεί στον μικρότερο κοινό παρονομαστή, τροφοδοτώντας τον φόβο και την ξενοφοβία και καθιστώντας τους μετανάστες βορά στα νύχια του κάθε λογής λαϊκιστή”.
Ο Κρεπώ καταλήγει λέγοντας:
“Η Ευρώπη στερόντας τα δικαιώματα των μεταναστών οδηγείται σε ένα τρομακτικό νέο επίπεδο”.
Η Ευρώπη σύρθηκε πίσω από τις νέες χώρες εμπλεκόμενη στην κλιμακούμενη ένταση με τη Ρωσία, αναγκάστηκε να δεχθεί ενίσχυση του NATO εντός των ευρωπαϊκών συνόρων, ενώ όλες οι διαδικασίες πολιτικής και κοινωνικής σύγκλισης πάγωσαν ή ακόμα και αποδομήθηκαν.
Η Κομισιόν έδωσε το πράσινο φως σε πέντε από τις χώρες που έχουν επιβάλλει έκτακτους συνοριακούς ελέγχους να τους διατηρήσουν για τρεις μήνες ακόμη, οι οποίες είναι οι:
– Αυστρία
– Γερμανία
– Δανία
– Σουηδία
– Νορβηγία
Συμβατικά οι χώρες αυτές έπρεπε να επανέλθουν στη Σένγκεν στις 11 Νοεμβρίου, κάτι που προφανώς δεν συνέβη.
Τα προβλήματα όμως δεν τελειώνουν εκεί, καθώς συνοριακοί έλεγχοι και περιορισμοί στις μετακινήσεις έχουν επιβληθεί σε αρκετά συνοριακά περάσματα, λειτουργώντας πλέον ανασταλτικά ακόμα και για το εμπόριο.
Η Κομισιόν αν και έχει ανάγει σε κορυφαία προτεραιότητα την επαναφορά της Συνθήκης Σένγκεν σε πλήρη εφαρμογή απέχει ακόμα πολύ από την πραγμάτωση αυτού του στόχου που αρχικά είχε καταληκτική ημερομηνία τον Ιανουάριο του 2017.
Μεταξύ άλλων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει μια ιδιαίτερα αναλυτική μελέτη του κόστους της αναστολής της συνθήκης Σένγκεν, ιδέα που έχει πέσει κατ επανάληψη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, κυρίως από τις χώρες του Βίζεγκραντ, ενώ το σενάριο προτάθηκε και από Ινστιτούτο CarnegieEurope.
Στην έκθεση με τίτλο: «Επιστροφή στη Σένγκεν: Η Κομισιόν προτείνει οδικό χάρτη για την αποκατάσταση ενός πλήρως λειτουργικού συστήματος Σένγκεν», η Επιτροπή επιχειρεί μια πρόχειρη αποτίμηση του κόστους για τις χώρες μέλη και το εμπόριο στα βασικά επίπεδα.
Σύμφωνα με την Κομισιόν:
– Χώρες μέλη όπως η Πολωνία, η Ολλανδία, ή η Γερμανία θα επιβαρυνθούν με επιπλόν κόστη της τάξης των 500 εκατ. ευρώ για τη μεταφορά-εμπόριο αγαθών
– Οι εταιρίες με έδρα την Ισπανία ή την Τσεχία θα αναγκάζονταν να πληρώσουν επιπλέον 200 εκατ. σε κόστη
– Στον τουρισμό εκτιμάται ότι θα χαθούν τουλάχιστον 13 εκατ. διανυκτερεύσεις, με συνολικό κόστος 1,2 δισ.
– Οι συνοριακοί έλεγχοι θα απαιτούσαν επιπλέον 1,7 εκατ. συνοριοφύλακες και κόστος 1,3 έως 5,2 δισ. Σε επίπεδο χαμένου χρόνου
– Επιπλέον διοικητικά κόστη από 600 εκατ. έως 5,8 δις. Θα καλούνταν να πληρώσουν οι κυβερνήσεις για την επαναφορά και τη διατήρηση των συνοριακών ελέγχων
Το οικονομικό κόστος είναι μια ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος αλλά σίγουρα όχι η μόνη, καθώς η Σένγκεν αποτελεί ορόσημο της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και η αναστολή της θα στείλει μηνύματα αποσύνθεσης, έλλειψης αξιοπιστίας και πολιτικής αναποτελεσματικότητας τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ όσο και παγκοσμίως.
Η διεθνής εικόνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα δεχόταν νέα απανωτά χτυπήματα, ενώ το Brexit θα φαινόταν ως λογική επιλογή, δίνοντας ώθηση στους ευρωσκεπτικιστές και τους ξενοφοβικούς, αποτελώντας κατ ουσία την απαραίτητη αβάντα για την ενίσχυση της ακροδεξιάς.