Την απειλή υπαναχώρησης από την επιτροπή της Βασιλείας που καθορίζει τα στάνταρντ γις τις τράπεζες επανέφερε στο τραπέζι η Bundesbank καθώς οι ΗΠΑ πιέζουν στην κατεύθυνση της ενιαίας αποτίμησης ρίσκου. Με τη Deutsche Bank να ισορροπεί σε λεπτό στρώμα πάγου, την ΕΚΤ να διατηρεί αρνητικά επιτόκια και τις ΗΠΑ να έχουν ανοίξει τον κύκλο των αυξήσεων οι Γερμανοί γνωρίζουν ότι βρίσκονται πάνω σε μια ωρολογιακή βόμβα.
Ωστόσο η απειλή για αποχώρηση από τη Βασιλεία ΙΙΙ δεν είναι ισχυρή, καθώς οποιαδήποτε χώρα αποχωρήσει θα βρεθεί σε διεθνή απομόνωση, οι τράπεζές της θα υποβαθμιστούν και οι συνέπειες θα είναι ακόμη μεγαλύτερες.
Διαβάστε επίσης: Πόσο χάλια είναι η Deutsche Bank
Διαβάστε επίσης: Ο Ντομπρόβσκις απειλεί να «σκοτώσει» τη Βασιλεία ΙΙΙ
Η Bundesbank όμως δεν απειλεί για τον εαυτό της, επιχειρεί να προκαταλάβει την ΕΚΤ και τον SSM σε μια πολιτική σύγκρουση με στόχο είτε να εξαιρεθεί η πρόβλεψη για τον ενιαίο τρόπο αποτίνησης του ρίσκου, είτε να δοθούν περιθώρια εφαρμογής, είτε απλά να καθυστερήσει η διαδικασία υιοθέτησης της Βασιλείας ΙΙΙ.
Το Crisis Monitor έχει εγκαίρως εντοπίσει τη στρατηγική των Γερμανών που επιχείρησαν αρχικα να την προωθήσουν μέσω του αρμόδιου αντιπροέδρου της Κομισιόν, Νάλντιν Ντομπρόβσκις, χωρίς ωστόσο να επιτύχουν τα προσδοκώμενα αποτελέμσατα, με αποτέλεσμα να επανέλθει τώρα ο Γένς Βάιντμαν.
Διαβάστε επίσης: Η Deutsche Bank δεν είναι το πρόβλημα, η Βασιλεία ΙΙΙ είναι
Η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας απείλησε χθες τις ΗΠΑ και τους υπόλοιπους συμμετέχοντες ότι θα αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των ορίων κεφαλαιακής επάρκειας για τις τράπεζες, αν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά της για χαλαρότερο πλαίσιο. Η αμερικανική πλευρά απάντησε ότι δεν θα κάνει πίσω στην προσπάθειά της να συμφωνηθούν ισχυρότερα στάνταρ για τις τράπεζες.
Η Γερμανία δεν θα αποδεχθεί συμφωνία «με οποιοδήποτε τίμημα», δήλωσε την Τρίτη ο κ. Αντρέας Ντόμπερτ, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της γερμανικής κεντρικής τράπεζας. Η πρώτη απαίτηση της γερμανικής κεντρικής τράπεζας είναι να διατηρηθεί το μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο κάθε εμπορική τράπεζα χρησιμοποιεί το δικό της σύστημα για να προσδιορίσει πόσο επικίνδυνες είναι οι χορηγήσεις και οι επενδύσεις στις οποίες έχει προχωρήσει.
Διαβάστε επίσης: Η Deutsche Bank πληρώνει τις βλακείες Σόιμπλε-Κομισιόν
Με βάση αυτή την εκτίμηση, καθορίζεται το ελάχιστο ύψος κεφαλαίων που πρέπει να έχει κάθε τράπεζα. Η δεύτερη απαίτηση της Γερμανίας είναι να μην καθοριστεί ανώτατο όριο «έκπτωσης» που θα μπορεί να διεκδικήσει κάθε τράπεζα, χρησιμοποιώντας το δικό της εσωτερικό μοντέλο για τον υπολογισμό του ρίσκου και, τελικά, των ελάχιστων κεφαλαίων που θα πρέπει να διαθέτει. Ευρώπη και Ιαπωνία υποστηρίζουν το μοντέλο εσωτερικής εκτίμησης κινδύνου, ενώ οι ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί από τον πολύ πιο απλό δείκτη μόχλευσης (αναλογία μεταξύ κεφαλαίων και συνόλου χορηγήσεων). «Οποιαδήποτε χώρα μπορεί να εγκαταλείψει τα ισχυρότερα πρότυπα. Ωστόσο, έχοντας την εμπειρία της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, είναι ασαφές τι θα επιτύγχανε η εξασθένηση των προτύπων σε σχέση με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη», απάντησε, μέσω του Bloomberg, ο Τόμας Χένιγκ, αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εγγύησης Καταθέσεων και μέλος της επιτροπής Βασιλεία ΙΙΙ.
Η ουσία είναι ότι οι αμερικανικές τράπεζες είναι πολύ πιο καλά κεφαλαιοποιημένες από τις ευρωπαϊκές. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι θέλουν να αποφύγουν την αύξηση του ελάχιστου ορίου κεφαλαιακής επάρκειας εις βάρος της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.