Με εντελώς διαφορετική οπτική έχουν προσεγγίσει οι δύο υποψήφιοι την αγορά πετρελαίου των ΗΠΑ διχάζοντας τους αναλυτές ως προς την αποδοτικότερη επιλογή όσο αφορά τον συγκεκριμένο τομέα της αμερικανικής οικονομίας.
Η υποψήφια των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον σχεδιάζει να καθιερώσει τη χώρα στο χάρτη της καθαρής ενέργειας δημιουργώντας μια υπερδύναμη, και διατηρώντας τις τιμές του πετρελαίου σε υψηλότερα επίπεδα, ωφελώντας τους επενδυτές και τιμωρώντας τους καταναλωτές της αγορά του μαύρου χρυσού.
Η στρατηγική της Κλίντον είναι να περιορίσει την κατανάλωση πετρελαίου κατά το 1/3 την ερχόμενη δεκαετία, μέσω της χρήσης καθαρότερων καυσίμων, θα επικεντρώσει τις επενδυτικές δυνατότητες του ενεργειακού τομέα, στην έρευνα της καθαρής ενέργειας περιορίζοντας την επιδότηση εταιριών πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Διαβάστε επίσης: Energy business: Οι καθαρές έχουν λεφτά
Μακροπρόθεσμα, η προοπτική της Κλίντον μπορεί να εκτονώσει την πίεση στην τιμή του αργού, στο ενδιάμεσο διάστημα όμως έχει υπονοήσει ότι θα διατηρήσει την πολιτική του Ομπάμα, όπου περιορίζοντας την προσφορά πετρελαίου θα καταφέρει να περιορίσει το πλεόνασμα και να ενισχύσει την τιμή.
Ο Ρεπουμπλικάνος Ντόναλτ Τράμπ από την άλλη πλευρά, βλέπει με εντελώς διαφορετική οπτική την αγορά ενέργειας της Αμερικής. Υπόσχεται πλήρη ενεργειακή ανεξαρτησία ενισχύοντας όλες τις μορφές ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων και των ανανεώσιμων, αλλά και με έρευνα και ανάπτυξη στον τομέα του πετρελαίου.
Σχεδιάζει να άρει τους περιορισμούς στην Αμερικανική αγορά ενέργειας, ενισχύοντας την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, δημιουργώντας έτσι αυξανόμενες προσδοκίες προσφοράς που θα πιέσουν την τιμή.
Για τους επενδυτές μακροπρόθεσμων futures πετρελαίου, ο Ντόναλτ Τραμπ, φαίνεται να είναι πιο ελκυστικός, ωστόσο η απρόβλεπτη συμπεριφορά του δεν εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη των αγορών.
Το όραμα της Χίλαρι Κλίντον, θα συμπιέσει το μέγεθος της βιομηχανίας καυσίμων, αφήνοντας την αγορά με πολύ ακριβότερες επιλογές.
Σύμφωνα με τον αναλυτή Charles Perry, ο τομέας της ενέργειας δεν έχει συζητηθεί αρκετά στην προεκλογική καμπάνια των υποψηφίων, γεγονός που ενισχύει την αβεβαιότητα της αγοράς.