Την εικόνα μιας οικονομίας που βρίσκεται στον προθάλαμο της ανάπτυξης σκιαγράφησε ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, ενώ αναφέρθηκε παράλληλα στις αβεβαιότητες και τα ρίσκα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, από το βήμα του EU & Arab World High Level Summit που διεξήχθη στην Αθήνα υπό την αιγίδα της CCC.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα για να μπει σε τροχιά ανάπτυξης η χώρα χρειάζεται λύση για το χρέος, η οποία θα λειτουργήσει καταλυτικά για την εισροή φρέσκου χρήματος στην οικονομία, μέσω των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, πολιτική σταθερότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών καθώς και μείωση της γραφειοκρατίας στο Δημόσιο.
Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας καθώς όπως επισήμανε η ανταγωνιστικότητα έχει ανακτηθεί, το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι υψηλών προδιαγραφών και πλεονάζων και η αναγκαία ελαστικότητα στις εργασιακές σχέσεις έχει επιτευχθεί.
Παράλληλα υπογράμμισε ότι τροχοπέδη για την περαιτέρω ενίσχυση του νέου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης είναι η υποχρηματοδότηση της οικονομίας από τις τράπεζες, επισημαίνοντας ότι με μια αποτελεσματική διαχείριση των κόκκινων δανείων θα απελευθερωθούν κρίσιμοι πόροι μεγάλο μέρος των οποίων μπορεί να διοχετευθεί εκ νέου στην οικονομία.
Όπως ανέφερε, παρά τις καθυστερήσεις και τις αστοχίες, η πρόοδος στη διόρθωση των λαθών του παρελθόντος υπήρξε εντυπωσιακή. Έτσι, το νέο πρόγραμμα του ESM, που συμφωνήθηκε τον Αύγουστο του 2015, βασίζεται στα επιτεύγματα των δύο πρώτων προγραμμάτων (δηλ. τη διόρθωση των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας) και δίνει προτεραιότητα σε μεταρρυθμίσεις.
Ο διοικητής της ΤτΕ υποστήριξε ότι η σταδιακή οικονομική ανάκαμψη αντανακλάται ήδη σε μια σειρά από βασικούς δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, όπως η βιομηχανική παραγωγή, οι λιανικές πωλήσεις, οι ροές μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα και οι πραγματικές εξαγωγές αγαθών.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, θα υπάρξει ανάκαμψη από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και θα συνεχιστεί το 2017 και το 2018. Ειδικότερα, το ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί ελαφρώς κατά 0,3% το 2016, αλλά να αυξηθεί στη συνέχεια κατά 2,5% και 3% το 2017 και το 2018, αντίστοιχα.
Ωστόσο, προειδοποίησε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν εξωτερικοί κίνδυνοι (όπως η επιλογή μίας αυστηρής εκδοχής του Brexit), αλλά και εσωτερικοί, για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Όπως ανέφερε, τυχόν καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα, θα μπορούσαν να περιορίσουν την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα την αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, την υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης και την εξασθένηση των προοπτικών οριστικής εξόδου από την κρίση.
Για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω κίνδυνοι και να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, απαιτούνται συγκεκριμένες και συντονισμένες ενέργειες, όπως επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, και την εξειδίκευση των μέτρων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα τα οποία θα καταστήουν βιώσιμο το δημόσιο χρέος της χώρας.
Ειδικότερα για τις αστοχίες και τις καθυστερήσεις, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι, παρά τις τεράστιες προσπάθειες που έγιναν για την αποφυγή της χρεοκοπίας και τη διόρθωση των ανισορροπιών, η Ελλάδα παραμένει ακόμη σε πρόγραμμα προσαρμογής, σε αντίθεση με την Κύπρο, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, οι οποίες, αν και εντάχθηκαν σε προγράμματα προσαρμογής (Μνημόνια) μετά από την Ελλάδα, πέτυχαν ήδη να εξέλθουν.
Αυτή η καθυστέρηση, κατά τον διοικητή της ΤτΕ, «οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι: η μη οικειοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και η απροθυμία μερίδας του πολιτικού συστήματος να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος, η αντιμνημονιακή ρητορική, οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων και η αδυναμία τους να καταλήξουν σε συνεννόηση, καθώς και τα διάφορα -μικρά και μεγάλα- κεκτημένα συμφέροντα που προέβαλαν αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις».
Παράλληλα όμως, όπως συμπλήρωσε ο κ. Στουρνάρας, «το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν έχουν ακόμη εκπληρώσει τη δέσμευσή τους για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, σύμφωνα με τις αποφάσεις που έλαβε το Eurogroup ήδη από τον Νοέμβριο του 2012 (με πιο πρόσφατη την απόφαση του Μαΐου 2016), αλλά και το ότι σε κάθε καθυστέρηση στη διαπραγμάτευση, ακόμη και για τεχνικά ζητήματα, ορισμένοι από τους εταίρους επέσειαν ως απειλή τον κίνδυνο εξόδου της χώρας από το ευρώ, με ανάλογες επιπτώσεις στο κλίμα που επικρατούσε στις αγορές, επέτειναν την αβεβαιότητα και επηρέασαν αρνητικά το οικονομικό κλίμα στη χώρα».
Ο διοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε επίσης σε ορισμένους υπολογισμούς στον σχεδιασμό των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, που μπορεί επίσης να εξηγούν την καθυστέρηση, έναντι των άλλων χωρών, που εφάρμοσαν στο παρελθόν ανάλογα προγράμματα.
Παράλληλα, παρατήρησε ότι, παρά την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, οι εξαγωγές υπολείπονται του επιπέδου που θα αναμενόταν με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των μεγεθών.