Αντιμέτωπη με την αναζωπύρωση μετώπων τα οποία είχαν τεθεί υπό έλεγχο βρίσκεται ξανά η Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς η εξωτερική πολιτική δεν απέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα, λόγω της διάστασης απόψεων στο εσωτερικό που οδήγησε σε διμερείς διαβουλεύσεις υποσκάπτοντας την –ούτως ή άλλως- ασαφή γραμμή της.
Η επαναφορά του ζητήματος των κυρώσεων κατά της Ρωσίας μετά από την επιδείνωση των σχέσεων Μόσχας-Ουάσιγκτον ανέδειξε εσωτερικό ρήγμα με τον Ρέντσι να αναδεικνύεται σε ηγέτη της αντιπολίτευσης και τον Αλέξη Τσίπρα να διεκδικεί ρόλο ψύχραιμου διαμεσολαβητή.
Αν και η επιβολή νέων κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, για τις θολές εξελίξεις στη Συρία, ήταν εξ αρχής ένας ιδιαίτερα δύσκολος και μάλλον ανέφικτος στόχος, η αναθέρμανση της συζήτησης αυτής τη στιγμή που το Κρεμλίνο προετοίμαζε το έδαφος για σταδιακή άρση τους και για βελτίωση του κλίματος με την ΕΕ, είναι μια σημαντική –αλλά αναμενόμενη- νίκη της αμερικανικής διπλωματίας.
Οι ΗΠΑ ζήτησαν το ανέφικτο, γνωρίζοντας ότι «από μια καλή διαπραγμάτευση φεύγουν όλοι ελαφρώς απογοητευμένοι». Ετσι, ενώ απέτυχαν στην προσπάθεια για νέες κυρώσεις, πέτυχαν να κάψουν –για την ώρα- την εν εξελίξει συζήτηση που θα οδηγούσε σε βελτίωση των σχέσεων της ΕΕ με τη Ρωσία, υπό την καθοδήγηση Γαλλίας και Γερμανίας.
Ωστόσο Μέρκελ και Ολάντ συναντήθηκαν από κοινού με τον Βλάντιμιρ Πούτιν, με την επίκληση του ουκρανικού ζητήματος, στο Βερολίνο, όπου συζητήθηκε και το συριακό, χωρίς ωστόσο να υπάρξουν ανακοινώσεις.
Να σώσουν οτιδήποτε αν σώζεται
Το ζήτημα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας όμως συνδέεται άμεσα και άρρηκτα με την κατάσταση στην Ουκρανία, όπου η φιλοδυτική κυβέρνηση Ποροσένκο καρκινοβατεί καθώς το ΔΝΤ δεν αποδεσμεύει τη δόση και ο Πούτιν έχει θέσει σε κίνηση το σχέδιο για εκλογές στις διαφιλονικούμενες περιοχές.
Η αλλαγή στάσης του Ποροσένκο με στόχο την ανατροπή των όρων της εκεχειρίας και η άρνηση συμμόρφωσης με αυτή, δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια διαπραγματεύσεων, κάτι που διαφάνηκε και στην πρόσφατη συνάντηση του κουαρτέτου, Μέρκελ, Ολάντ, Πούτιν και Ποροσένκο στο Βερολίνο.
Αν και συμφωνήθηκε οδικός χάρτης για την αναβίωση των διαβουλεύσεων, εν τούτοις οι λεπτομέρειες παραμένουν υπό συζήτηση, γεγονός που δείχνει ότι στην πραγματικότητα το μόνο που επετεύχθη ήταν η παράταση της εκεχειρίας και η διασφάλιση της μη επιδείνωσης της κατάστασης, εξαιτίας της διολίσθησης των σχέσεων Μόσχας-Ουάσιγκτον.
Το σκηνικό επιδεινώνεται από την έντονη κινητικότητα της Ρωσίας σε στρατιωτικό επίπεδο, καθώς ο στόλος της Μαύρης Θάλασσας και της Βαλτικής έχουν τεθεί σε συναγερμό και κινούνται επιδεικτικά περιμετρικά με της ΕΕ, ενώ η Ρωσική αεροπορία εντείνει τις προκλήσεις στις Βόρειες χώρες.
Αν όλα αυτά συναθροιστούν με τον εν εξελίξει κυβερνοπόλεμο ΗΠΑ-Ρωσίας και τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι για κάθε κίνηση σε διπλωματικό επίπεδο υπάρχουν και σαφείς και αδιαμφησβήτητες απαντήσεις σε πολεμικό.
Συρία-ISIS
Ενδεχόμενο υποτροπιασμού της κρίσης στη Συρία και νέας επιδείνωσης των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων, που ανεβάζει τον κίνδυνο μικροεπεισοδίων μεταξύ τους, επί συριακού εδάφους, διαπιστώνουν αναλυτές, μετά από την απόφαση του ΟΗΕ να χαρακτηρίσει τους βομβαρδισμούς στο Χαλέπι ως «εγκλήματα πολέμου».
Η απόφαση αυτή που ΟΗΕ ανακοινώθηκε ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση στο πλαίσιο της επιχείρησης «Inherent Resolve» για την ανακατάληψη της Μοσούλης από το Ιράκ και της εκδίωξης του ISIS.
Η επιτυχία όμως αυτής της επίθεσης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ανακοπή της προώθησης τζιχαντιστών από τη Συρία στο Ιράκ και την αποσάθρωση των γραμμών εφοδιασμού. Και οι αυτές παράμετροι εξαρτώνται σε καθοριστικό βαθμό από τις δυνάμεις του Μπασάρ Αλ Άσαντ που μαζί με τη Ρωσία ελέγχουν εδάφη που χρησιμοποιούνται για ανεφοδιασμό του ISIS.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι μαχητές του ISIS χρησιμοποιούν 550 οικογένειες ως ανθρώπινες ασπίδες για να αποφύγουν τον βομβαρδισμό της Μοσούλης και των αυτοκινητοπομπών ανεφοδιασμού.
Υπ αυτό το πρίσμα ο βομβαρδισμός δυνάμεων της κουρδικής πολιτοφυλακής στη Συρία που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ, από τουρκικές δυνάμεις, τη στιγμή που Άγκυρα και Μόσχα βρίσκονται σε διαδικασία επαναπροσέγγισης, μοιάζει με μήνυμα του Ερντογάν τόσο προς τον Βλάντιμιρ Πούτιν αλλά και ως επίδειξη δύναμης του Ρώσου προέδρου προς τον Μπαράκ Ομπάμπα, για τη δυνατότητα και το εύρος της επιρροής του.
Το παρασκήνιο
Από πλευράς ΕΕ μόνο η Ιταλία βρέθηκε να αντισταθεί, παίζοντας προφανώς ένα ρόλο που της αποδόθηκε από το διευθυντήριο, ενώ επετράπη σε Ελλάδα και Κύπρο να συμπαραταχθούν, στο πλαίσιο της συμμαχίας των Νοτίων.
Το σκηνικό που δημιουργήθηκε όμως είναι μια σημαντική ήττα για τη Μόσχα, καθώς η επίσκεψη Πούτιν στο Παρίσι ματαιώθηκε και οι σχέσεις Ρωσίας-Γαλλίας δείχνουν να έχουν επιδεινωθεί άρδην. Η Γερμανία έχοντας αποφύγει να επιδείξει δημοσίως σε πιο επίπεδο βρίσκονται οι διμερείς σχέσης με τη Ρωσία είχε μεγαλύτερη ευχέρεια ελιγμών, αποφεύγοντας την έντονη κριτική που θα είχε μια θορυβώδης αλλαγή στάσης.
Με δεδομένο ότι η Γερμανία αναλαμβάνει πληθώρα πρωτοβουλιών για το προσφυγικό τόσο με την Τουρκία όσο και με χώρες της Αφρικής, είναι κρίσιμο για το Βερολίνο να διατηρήσει ένα σχετικά μετριοπαθές προφίλ στοχεύοντας για απολύτως εφικτά και αποφεύγοντας ανοιχτές τοποθετήσεις στην κεντρική γεωπολιτική σκηνή.
Όπως επισημαίνουν καλά πληροφορημένες πηγές, αν και στα media έχει περάσει η εικόνα του «αντάρτικου» από Ιταλία και Ελλάδα για τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, αυτό ήταν ένα μάλλον καλά σχεδιασμένο παιχνίδι υπό γαλλικές οδηγίες ώστε να μην κοπούν όλες οι γέφυρες της ΕΕ με τη Μόσχα σε μια τόσο κρίσιμη χρονική συγκυρία.
Για την Ελλάδα ο ρόλος αυτός κρατά ανοιχτή την πόρτα με τη Ρωσία, ενώ η συνεργασία της με την Τουρκία εδραιώνεται. Η συγκυρία αυτή μπορεί να δώσει μια νέα αλλά περιορισμένη δυναμική στην ελληνική κυβέρνηση έτσι ώστε να μπορέσει να διαπραγματευτεί με τη Μόσχα, σε αντάλλαγμα για τη διατήρηση της στήριξης και της ανοιχτής πόρτας με την ΕΕ, που σε αυτή τη φάση κλείνει.
Κατά τη διάρκεια της μακράς συζήτησης, τη θέση αυτή υποστήριξε ενεργά και η Ιταλία. Η στάση της Ελλάδας και της Ιταλίας, είχε ως αποτέλεσμα να αφαιρεθεί από τελικό κείμενο των συμπερασμάτων της συνόδου οποιαδήποτε αναφορά σε κυρώσεις, ανέφεραν οι ίδιες πηγές.
Aξίζει να σημειωθεί ότι νωρίτερα ο Αλέξης Τσίπρας είχε συνάντηση με τον Φρανσουά Ολάντ και με την Γερμανίδα καγκελάριο, Άνγκελα Mέρκελ.