Ανησυχία για το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης της έντασης στα ελληνοτουρκικά γεννά η προσπάθεια αμφισβήτησης από τον Ταγίπ Ερντογάν της συνθήκης της Λωζάνης, η οποία ξεκαθάριζε τα σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας και Τουρκίας-Συρίας, ενώ η Τουρκία απεμπολούσε ρητά διεκδικήσεις επί της Κύπρου.
Αν και η αντίδραση τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της Ευρώπης ήταν μουδιασμένη αρχικά και άτονη, εν τούτοις η προσπάθεια του Ταγίπ Ερντογάν να θέσει επί τάπητος ζητήματα που έχουν κλείσει το 1923 και να αμφισβητήσει σύνορα δεν αποτιμάται ως ουσιαστικός κίνδυνος.
Οι δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν πραγματοποιήθηκαν σε μια περίοδο όπου ΗΠΑ και Ρωσία φαίνεται ότι έχουν καταλήξει και προσπαθούν να εφαρμόσουν σχέδιο σταθεροποίησης της Συρίας, το οποίο όμως δεν περιλαμβάνει ην Τουρκία και δεν αποδέχεται το ενδεχόμενο δημιουργίας «ζώνης ασφαλείας» βάθους 105 χιλιομέτρων που ζητά η Άγκυρα.
Παράλληλα τα τελευταία 24ωρα νέες φήμες για ενδεχόμενο πραξικόπημα κυκλοφόρησαν στην Άγκυρα καθώς ο αρχηγός της Κεμαλικής αντιπολίτευσης κατηγόρησε τον Ταγίπ Ερντογάν ότι παρέδωσε στην Ελλάδα 16 νησιά.
Παράλληλα οι Financial Times είχαν αποκαλύψει πριν από μερικά 24ωρα επίπληξη της Άνγκελα Μέρκελ στον Ταγίπ Ερντογάν για την πλημμελή εφαρμογή της συμφωνίας για το προσφυγικό, καθώς οι ροές προς τα ελληνικά νησιά έχουν ενισχυθεί σημαντικά.
Αν σε αυτά προσμετρηθεί η σιωπηρή ήττα του Ταγίπ Ερντογάν επί του θέματος της ελεύθερης πρόσβασης των Τούρκων στην ΕΕ και η κατάρρευση της πρωτοβουλίας για το Κυπριακό που στόχευε σε 5μερή διάσκεψη στις ΗΠΑ, τότε η εικόνα είναι μάλλον απογοητευτική για την τουρκική πολιτική και διπλωματία.
Αντιθέτως ο τουρκικός στρατός διαπραγματευόμενος σχεδόν αυτόνομα πέτυχε συμφωνία για γερμανικές επενδύσεις 90 εκατ. Ευρώ στη βάση του Ιντσιρλίκ, σε αντάλλαγμα για την επίσκεψη Γερμανικής βουλευτικής αντιπροσωπείας.
Νίκη του τουρκικού στρατού μπορεί να θεωρηθεί και η επέλαση επί συριακού εδάφους και τα πλήγματα επί κουρδικών ομάδων, τα οποία όμως έχουν τραβήξει τα πυρά τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας και της Κίνας που καθιστά τη διατήρηση των θέσεων μη ρεαλιστική.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Ταγίπ Ερντογάν επιχειρεί να βάλει στο τραπέζι ένα πολύ μεγαλύτερο χαρτί απειλώντας κατ ουσία τα σύνορα της Ευρώπης, τη στιγμή μάλιστα που Γερμανία και Γαλλία προετοιμάζουν την ίδρυση Ευρωστρατού.
Στόχος λοιπόν της αμφισβήτησης της Λωζάνης δεν είναι τα ελληνικά άρα και ευρωπαϊκά σύνορα αλλά η αλλαγή των συνόρων Τουρκίας-Συρίας. Σε αυτό το παιχνίδι ο Ταγίπ Ερντογάν χρησιμοποιεί Ελλάδα και Κύπρο ως μοχλούς πίεσης.
Ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κλιμάκωσης της έντασης στο Αιγαίο καθώς ο Τούρκος πρόεδρος θα προσπαθήσει να κάνει ηχηρό το μήνυμά του και να πείσει για την αληθή απειλή του.
Τι προβλέπει η συνθήκη της Λωζάνης
Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονηςΤουρκίας. Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από τηνΕλλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στηνΣυνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ (που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη).
Κατάργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τον Σουλτάνοτης Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από την Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών. Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις24 Ιουλίου μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων.
Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγαίου, συγκεκριμένα την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα τουΕθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.
Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι (άλλοι κάνουν λόγο για περίπου 2.000.000), χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η θρησκεία και όχι η ράτσα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή. Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχιΤούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όροςΤούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ (ήταν κύριο στοιχείο στην διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) όλοι οι μουσουλμάνοι ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα.[3]
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοιΠόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας[4]. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Επιπλέον, βάσει του άρθρου 23, με όλα τα δεινά που η Συνθήκη αυτή συσσώρευσε στον Μικρασιατικό Ελληνισμό, η Τουρκία απεμπόλησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου.
Πηγή: Wikipedia