Τη μεταβαλλόμενη εικόνα της ελληνικής οικονομίας επιχείρησε να σκιαγραφήσει με την έκθεση για τη νομισματική πολιτική ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Παρουσιάζοντας ένα almanac των τελευταίων ετών για την Ελλάδα ο διοικητής της ΤτΕ έδωσε την εντύπωση ότι η Ελλάδα και η οικονομία της έχουν περάσει από τα δύσκολα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το ζητούμενο πλέον είναι η πολιτική σταθερότητα που θα επιτρέψει την εδραίωση της αναπτυξιακής δυναμικής.
Ο Γιάννης Στουρνάρας προέβλεψε επιστροφή στην ανάπτυξη το δεύτερο εξάμηνο του έτους, αναγνωρίζοντας βελτίωση σε μείζονες δείκτες οικονομικής δραστηριότητας.
Ο διοικητής της ΤτΕ επαναφέρει μετ επιτάσεως το θέμα αναπροσαρμογής του ελληνικού προγράμματος τόσο με την άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών για την ελάφρυνση του χρέους, όσο και μέσω της αναπροσαρμογής του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Για τον κεντρικό τραπεζίτη επείγει η βελτίωση του κλίματος λόγω της διεθνούς αβεβαιότητας που προκαλεί το Brexit και η κατάσταση την Ιταλία.
Η διάρθρωση και το ύφος της έκθεσης στόχο έχουν να στείλουν μηνύματα κυρίως στο εξωτερικό ότι «το σύστημα δουλεύει», ώστε να δημιουργηθεί ένα firewall τόσο απέναντι στις επικείμενες εξελίξεις στην Ιταλία όσο και σε πολιτικό επίπεδο.
Ο Γιάννης Στουρνάρας ενημέρωσε ότι υπέβαλε και σχετική αίτηση στους θεσμούς για περαιτέρω χαλάρωση των capital controls ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την επιστροφή επενδυτών και να διαμορφωθούν οι συνθήκες για αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.
Μείζον θέμα για τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας είναι η ρευστότητα της οικονομίας, για τη βελτίωση της οποίας υποστηρίζει ότι έχουν γίνει πλέον ουσιαστικά βήματα.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει:
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης επιδρά θετικά στο κλίμα εμπιστοσύνης και ενισχύει τις προοπτικές ανάκαμψης με σημαντικά άµεσα και έµµεσα οφέλη, όπως:
· Πρώτον, την τµηµατική εκταµίευση δόσεων ύψους 10,3 δισεκ. ευρώ. Το πρώτο τμήμα της δόσης ύψους 7,5 δισεκ. ευρώ έχει ήδη εκταμιευθεί, εκ των οποίων 5,7 δισεκ. ευρώ αφορούν κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του δηµόσιου χρέους, ενώ ποσό 1,8 δισεκ. ευρώ θα διατεθεί για την εκκαθάριση µέρους των ληξιπρόθεσµων οφειλών της Γενικής Κυβέρνησης. Το υπολειπόμενο ποσό ύψους 2,8 δισεκ. ευρώ (εκ των οποίων 1,7 δισεκ. ευρώ θα διατεθούν για αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών της Γενικής Κυβέρνησης) θα αποδεσμευθεί έως το φθινόπωρο του 2016 κατόπιν υλοποίησης μίας σειράς συγκεκριμένων προαπαιτούμενων δράσεων στους εξής τομείς: συνταξιοδοτικό σύστημα, εταιρική διακυβέρνηση τραπεζών, ενέργεια, ιδιωτικοποιήσεις, γενική γραμματεία δημοσίων εσόδων και αγορές εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών. Η εξέλιξη αυτή εκτιµάται ότι θα έχει θετικό αντίκτυπο στη ρευστότητα και την οικονοµική δραστηριότητα το β’ εξάµηνο του 2016.
· Δεύτερον, την πρόσφατη απόφαση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της ΕΚΤ για την επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις (“waiver”), η οποία καθιστά πλέον δυνατή την πιο φθηνή χρηµατοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
· Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την υποχώρηση της αβεβαιότητας, τη σταθεροποίηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί ως προς την αναδιάρθρωση των ελληνικών τραπεζών συνέβαλε στη μείωση του ανώτατου ορίου παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες από τα τέλη Ιουνίου έως σήμερα κατά 9,5 δισεκ. ευρώ συνολικά, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε 58,6 δισεκ. ευρώ.
· Τρίτον, τη δυνατότητα συµµετοχής και των ελληνικών κρατικών οµολόγων στο πρόγραµµα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ προς το τέλος του 2016. Η επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις και η συνεπαγόµενη πιο φθηνή αναχρηµατοδότηση των τραπεζών, σε συνδυασµό µε τη συµµετοχή των ελληνικών κρατικών οµολόγων στις παρεµβάσεις ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εκτιµάται ότι θα έχουν σηµαντική θετική επίδραση στα αποτελέσµατα των τραπεζών, δυνητικού ύψους περί τα 400 µε 500 εκατοµµύρια ευρώ. Τα έµµεσα οφέλη όµως, όπως για παράδειγµα η αναβάθµιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου και των ελληνικών τραπεζών, αναµένεται να είναι σηµαντικά υψηλότερα.
Τα παραπάνω αναµένεται σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα να ενθαρρύνουν την επιστροφή των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστηµα, η οποία θα επιτρέψει τη χαλάρωση και τελικά άρση των κεφαλαιακών περιορισµών. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασµό µε την αποτελεσµατικότερη διαχείριση των µη εξυπηρετούµενων δανείων, θα συµβάλει στην υποχώρηση του κόστους δανεισµού και θα αυξήσει σταδιακά την πιστοδοτική ικανότητα των ελληνικών πιστωτικών ιδρυµάτων, µε ευνοϊκές επιδράσεις στη χρηµατοδότηση και κατ’ επέκταση στο ρυθµό ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας.
Έρχεται πληθωρισμός
Ο Γιάννης Στουρνάρας επισημαίνει ότι η χώρα αναμένεται να δεχθεί έντονες πληθωριστικές πιέσεις το προσεχές διάστημα λόγω της σημαντικής αύξησης άμεσων και έμμεσων φόρων.
Ωστόσο επισημαίνει ότι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας έχει βελτιωθεί σημαντικά ως αποτέλεσμα της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, που οδήγησε στην αποκλιμάκωση του εργασιακού κόστους άρα και του ανά μονάδα κόστους παραγωγής.
Παράλληλα επισήμανε ότι η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης λειτουργεί ευνοϊκά για την ελληνική οικονοµία, καθώς ενισχύει την εµπιστοσύνη και περιορίζει την αβεβαιότητα που επιβάρυνε το κλίµα και ανέστειλε επενδυτικές αποφάσεις.Η βαθμιαία αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης αντικατοπτρίζεται και στην εξέλιξη αρκετών πρόδρομων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα:
· Ο βιομηχανικός δείκτης PMI, ο οποίος διαμορφώθηκε σε αρνητικό έδαφος την περίοδο Φεβρουαρίου – Μαΐου 2016, ξεπέρασε το όριο του 50 τον Ιούνιο του 2016 (50,4 από 48,4 το Μάιο) υποδηλώνοντας οριακή άνοδο της μεταποίησης, φθάνοντας το υψηλότερο επίπεδο του από το Μάιο του 2014.
· Ο δείκτης οικονομικού κλίματος σταθεροποιήθηκε τον Ιούνιο (σε 89,7), καθώς η πτώση της εμπιστοσύνης στις υπηρεσίες και το λιανικό εμπόριο αντισταθμίστηκε από τη βελτίωση των προσδοκιών στη βιομηχανία και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, η οποία αντανακλά πιο αισιόδοξες προσδοκίες για τη γενική οικονομική κατάσταση και την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών τους επόμενους 12 μήνες.
Μείωση χρέους
Όπως αναφέρει στην έκθεση του ο Γιάννης Στουρνάρας,
η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης συνοδεύτηκε και από τη δέσµευση των εταίρων για την ανάληψη δράσεων µε σκοπό την ελάφρυνση του δηµόσιου χρέους. Η ανακοίνωση του Eurogroup στις 25 Μαΐου περιγράφει το χρονοδιάγραµµα και το γενικό περίγραµµα των παρεµβάσεων που, εφόσον κριθεί αναγκαίο να ενεργοποιηθούν, θα έχουν ως αποτέλεσµα τη βελτίωση της διαχειρισιµότητας των ετήσιων χρηµατοδοτικών αναγκών του Δημοσίου, δηλαδή θα τις διατηρήσουν κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω του 20% μακροπρόθεσμα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά κατ’ αρχάς ότι η βούληση των εταίρων να προχωρήσουν στην ελάφρυνση του χρέους ενισχύει την εμπιστοσύνη στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, τα μέτρα που περιλαμβάνει η ανακοίνωση του Eurogroup δεν έχουν ακόμη εξειδικευθεί και ποσοτικοποιηθεί, ενώ οι οριστικές αποφάσεις για το χρέος μετατίθενται για επανεξέταση μετά το τέλος του προγράμματος και υπόκεινται, πρώτον, στη θετική συνολική αξιολόγηση του προγράμματος και, δεύτερον, στα πορίσματα μιας νέας ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους, η οποία θα γίνει το 2018.
Η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για άμεσες ενέργειες ελάφρυνσης του χρέους.
· Πρώτον, τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, πράγμα που σημαίνει ότι, με το ίδιο κόστος, η τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι επωφελέστερη για την Ελλάδα αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως ενδεχομένως θα είναι υψηλότερα.
· Δεύτερον, η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, μείωση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Τα εύλογα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων,
(α) μετάθεση των λήξεων,
(β) διαχρονική εξομάλυνση των πληρωμών τόκων,
(γ) επανέναρξη της απόδοσης των κερδών της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος από τα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων (ANFA και SMP) και
(δ) ανταλλαγή των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Σύμφωνα με την άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος, τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να συνοδευθούν και από ελάφρυνση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου. Συγκεκριμένα, ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης από 3,5% του ΑΕΠ μπορεί να μειωθεί σε 2% του ΑΕΠ μετά το 2018, ώστε να καταστεί δυνατή η ταχύτερη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους και σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Άλλωστε, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ελάχιστες χώρες μπόρεσαν να διατηρήσουν πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως απαιτείται στην περίπτωση της Ελλάδος από το 2018 και μετά.
Σημαντικό επιχείρημα για αυτή την άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος αποτελεί η διαπίστωση ότι σήμερα, όπως διαμορφώνεται η δυναμική του δημόσιου χρέους, μία εκατοστιαία μονάδα υψηλότερης ανάπτυξης έχει 80% μεγαλύτερη αξία για τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ από μία εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα.
Σενάρια βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους που επεξεργάστηκαν τα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος υποδηλώνουν ότι πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά είναι συνεπή με βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, αρκεί:
(α) να μετατεθούν περαιτέρω οι λήξεις των δανείων κατά 20 έτη και
(β) να εξομαλυνθούν οι πληρωμές των τόκων που μεταφέρονται και κεφαλαιοποιούνται σε μια περίοδο 20 ετών.
Ταυτόχρονα, η υιοθέτηση χαμηλότερων δημοσιονομικών στόχων θα δώσει τη δυνατότητα για μείωση της φορολογίας. Αυτό θα έχει ως συνέπεια ηπιότερες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και κατ’ επέκταση υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα, γεγονός που θα καταστήσει ταχύτερη την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
Συμπεράσματα
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης δημιουργεί θετικές προοπτικές για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το β΄ εξάμηνο του 2016. Παράλληλα, η δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων για ανάληψη δράσεων με στόχο τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους σε βραχυπρόθεσμο και μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα είναι ένα θετικό βήμα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει αναγκαία την εξειδίκευση, ποσοτικοποίηση και εμπροσθοβαρή ενεργοποίηση των προβλεπόμενων μέτρων διαχείρισης του δημόσιου χρέους. Κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια την ενίσχυση της αξιοπιστίας και της αποδοχής των ακολουθούμενων πολιτικών, που θα συντελούσαν, ώστε να βελτιωθεί περαιτέρω το κλίμα εμπιστοσύνης και να ενδυναμωθεί η ανάκαμψη της οικονομίας.
Επιπλέον, η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε ρεαλιστικούς και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης θα υποβοηθηθεί: Πρώτον, από την προώθηση, χωρίς δισταγμούς, των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που περιγράφονται στην πρόσφατη συμφωνία της κυβέρνησης με τους θεσμούς, και από την αξιοποίηση της αδρανούσας ακίνητης κρατικής περιουσίας μέσω των κατάλληλων μέτρων για τη βελτίωση των χρήσεων γης. Δεύτερον, από τη μείωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου από πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε 2% του ΑΕΠ, χωρίς να θιγεί η προοπτική βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους μέσω της εφαρμογής ήπιων μέτρων μετάθεσης των λήξεων των δανείων και εξομάλυνσης της αποπληρωμής των τόκων. Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα για μείωση της φορολογίας και θα απελευθερώσει πόρους για την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ παράλληλα θα καταστήσει τους δημοσιονομικούς στόχους οικονομικά και κοινωνικά επιτεύξιμους.»