Αν και το ζήτημα της Τσαμουριάς επανήλθε προσφάτως στην επικαιρότητα με αφορμή δηλώσεις της αλβανικής πολιτικής ηγεσίας και του επεισοδίου στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίορυ, Euro 2016, στην πραγαμτικότητα οι νεότεροι δεν γνωρίζουν τις πραγματικές του διαστάσεις.
Η Τσαμουριά ή Çamëria στα αλβανικά πέρασε σε ελληνικό έλεγχο το 1913 μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13.
Γεωγραφικά η Τσαμουριά αποτελείται από παράλια τμήματα της Ηπείρου στη νότια Αλβανία και στη βορειοδυτική Ελλάδα και σχετίζεται με τους Τσάμηδες.
Πέρα από γεωγραφική χρήση, η ονομασία χρησιμοποιείται και με αλυτρωτικές επεκτάσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδας από τα στρατεύματα του άξονα οι αλβανόφωνοι τσάμηδες τάχθηκαν στο πλευρό των κατακτητών διαπράττοντας εγκλήματα πολέμου και βιαιότητες. Δέχθηκαν αντίποινα από τον ΕΔΕΣ και τα πρωτοπαλήκαρα του Ζέρβα στα τέλη του πολέμου.
Η πολιτική ηγεσία της Αλβανίας έχει προσπαθήσει να θέσει ζήτημα άλλοτε εθνικής και άλλοτε θρησκευτικής μειονότητας στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου και ιδιαίτερα στην Τσαμουριά, συνήθως για επιδιώκοντας να τραβήξει την προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης σε περιόδους διαμάχης με την Ελλάδα. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η αλβανική πολιτική ηγεσία έχει έρθει κοντά με την Τουρκική συμμετέχοντας σε ευρύτερους διπλωματικούς και πολιτικούς σχεδιασμούς, απολαμβάνοντας οικονομικά -κυρίως- οφέλη.
Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, το τοπωνύμιο χρησιμοποιούταν ως επίσημη ονομασία σε όλα τα ελληνικά έγγραφα, αλλά πλέον ο όρος θεωρείται παρωχημένος στα ελληνικά[6] και διατηρείται μόνο σε παλιά παραδοσιακά τραγούδια. Το μεγαλύτερο τμήμα της Τσαμουρίας σήμερα χωρίζεται στους νομούς Θεσπρωτίας και Πρεβέζης, και μικρά τμήματα βρίσκονται στο νότιο άκρο της Αλβανίας.
Ιστορία
Υπάρχουν πολλοί αρχαιολογικοί χώροι από την Εποχή του Σιδήρου και μετά. Στη Θεσπρωτία, η οποία μπορεί να θεωρηθεί το κέντρο της Τσαμουριάς, οι ανασκαφές έφεραν στο φως ευρήματα αυτής της περιόδου στην κοιλάδα του Κωκυτού.Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα ήταν ίσως το πιο σημαντικό σημείο της περιοχής κατά την αρχαιότητα, και αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο. Φαίνεται ότι έπαψε να λειτουργεί ως μαντείο τη ρωμαϊκή εποχή. Άλλοι σημαντικοί οικισμοί ήταν η Εφύρας, το Βουθρωτό, το Χειμέριον (5 χλμ δυτικά της Εφύρας), το λιμάνι στα Σύβοτα, η πόλη της Θεσπρωτίας, η πόλη-λιμάνι της Ελέας (στην περιοχή της Θεσπρωτίας), η οποία πιστεύεται ότι είναι μια Κορινθιακή αποικία, η Πανδοσία, αποικία της Ήλιδας και άλλες, ανάλογα με τον ορισμό της Τσαμουριάς.
Μεσαίωνας
Στο Μεσαίωνα η περιοχή ήταν υπό τη δικαιοδοσία της Ρωμαϊκής και αργότερα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το 1205, ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας, ξάδελφος των βυζαντινών αυτοκρατόρων Ισαάκ Β΄ Αγγέλου και Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο κυβερνούσε την περιοχή μέχρι τον 15ο αιώνα. Το σύνολο της Ηπείρου σύντομα δέχθηκε πολλούς Έλληνες πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η παλαιότερη μνεία σε Αλβανούς στην περιοχή της Ηπείρου καταγράφεται σε βενετσιάνικο έγγραφο του 1210 ως ότι κατοικούν στην περιοχή απέναντι από την Κέρκυρα. Η πρώτη εμφάνιση των Αλβανών σε αρκετά μεγάλο αριθμό εντός του Δεσποτάτου της Ηπείρου δεν είναι καταγράφεται πριν από 1337, όταν οι βυζαντινές πηγές τους παρουσιάζουν ως νομάδες.
Τη δεκαετία του 1340, εκμεταλλευόμενος ένα βυζαντινό εμφύλιο πόλεμο, ο Σέρβος βασιλιάς Στέφανος Δουσάν κατέλαβε την Ήπειρο και την ενσωμάτωσαν στη Σερβική Αυτοκρατορία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δύο αλβανικά κράτη σχηματίστηκαν στην περιοχή. Το καλοκαίρι του 1358, Νικηφόρος Β΄ Ορσίνι, ο τελευταίος δεσπότης της Ηπείρου της δυναστείας των Ορσίνι, νικήθηκε στη μάχη εναντίον Αλβανών οπλαρχηγών. Μετά την έγκριση του τσάρου της Σερβίας, οι οπλαρχηγοί δημιούργησαν δύο νέα κράτη της περιοχής, το Δεσποτάτο της Άρτας και Πριγκιπάτο του Αργυροκάστρου.
Οι εσωτερικές έριδες και οι διαδοχικές συγκρούσεις με τους γείτονές τους, συμπεριλαμβανομένης της ανερχόμενης δύναμης που αποτελούσαν οι Οθωμανοί Τούρκοι, οδήγησαν στην πτώση των αλβανικών ηγεμονιών και την οικογένεια των Τόκκων στην εξουσία. Οι Τόκκοι με τη σειρά τους έδωσαν σταδιακά τη θέση της στους Οθωμανούς, οι οποίοι κατέλαβαν τα Ιωάννινα το 1430, την Άρτα το 1449, το Αγγελόκαστρο το 1460, και, τέλος, τη Βόνιτσα στο 1479..
Οθωμανική κυριαρχία
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η περιοχή ανήκε στο Βιλαέτι Ιωαννίνων, και αργότερα κάτω από το πασαλίκι των Γιαννίνων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η περιοχή ήταν γνωστή ως Τσαμουριά και έγινε μια περιοχή στο Βιλαέτι.[15] Οι πόλεμοι του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα μεταξύ Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επηρέασαν αρνητικά την περιοχή. Ακολούθησε αύξησε των εξισλαμισμών, συχνά αναγκαστικών, όπως αυτών 25 χωριών το 1739 που βρίσκονταν στον σημερινό νομό Θεσπρωτίας.
Τον 18ο αιώνα, όπως η ισχύς των Οθωμανών μειώθηκε, η περιοχή πέρασε στο ημι-ανεξάρτητο κράτος του Αλή Πασά Τεπελενλή, έναν Αλβανό ληστή ο οποίος έγινε ο επαρχιακός κυβερνήτης των Ιωαννίνων το 1788. Ο Αλή Πασάς ξεκίνησε εκστρατείες για να υποτάξει τα χωριά του Σουλίου στην περιοχή αυτή. Οι δυνάμεις του συνάντησαν σφοδρή αντίσταση από τους Σουλιώτες. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να νικήσουν τους Σουλιώτες, τα στρατεύματά του κατόρθωσαν να κατακτήσει την περιοχή το 1803.
Μετά την πτώση του πασαλικιού, η περιοχή παρέμεινε υπό τον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ η Ελλάδα και η Αλβανία δήλωσαν ότι στόχευαν να συμπεριλάβουν στα κράτη τους ολόκληρη την περιοχή της Ηπείρου, συμπεριλαμβανομένης της Τσαμουριάς.
Με την άνοδο του αλβανικού εθνικού κινήματος στα τέλη του 19ου αιώνα, οι ντόπιοι Ορθόδοξοι Αλβανόφωνοι δεν συμμερίστηκαν τις εθνικές ιδέες των Αλβανόφωνων Μουσουλμάνων γειτόνων τους. Αντίθετα, παρέμειναν φιλικοί προς τους Έλληνες και αυτοπροσδιορίζονταν ως Έλληνες.
Τέλος, μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους, η Ήπειρος χωρίστηκε το 1913, στη Διάσκεψη Ειρήνης του Λονδίνου, με το Βασίλειο της Ελλάδας να λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της, με μόνο ένα μικρό μέρος που έχει ενσωματωθεί στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας.
Σύγχρονη ιστορία
Όταν η περιοχή πέρασε στην κυριαρχία της Ελλάδας το 1913, ο πληθυσμός της συμπεριλαμβάνονται ομιλητές της ελληνικής, της αλβανικής, βλαχικής και Ρομά. Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες καταμετρήθηκαν ως θρησκευτική μειονότητα και με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, κάποιοι εκτοπίστηκαν στην Τουρκία[20] και η περιουσία τους πέρασε στην Ελλάδα. Οι ορθόδοξοι Τσάμηδες καταμετρήθηκαν ως Έλληνες και η γλώσσα και πολιτιστική κληρονομιάς ήταν υπό την πίεση της αφομοίωσης. Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όταν το κράτος αποφάσισε να μη στείλει τους μουσουλμάνους Τσάμηδες στην Τουρκία. Τη δεκαετία του 1930, ο πληθυσμός της περιοχής ήταν περίπου 70.000, από τους οποίοι οι Αλβανόφωνοι ήταν 18.000 – 20.000. Το σύνολο του πληθυσμού, ανεξαρτήτως θρησκείας κλήθηκαν Τσάμηδες.
Σύμφωνα με την απογραφή του 1928 ο συνολικός μουσουλμανικού πληθυσμού στην Ελλάδα ήταν 126.017 άτομα.
Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, το τοπωνύμιο Τσαμουριά ήταν σε κοινή χρήση εντός της περιοχής και χρησιμοποιούταν ως επίσημη ονομασία σε όλα τα ελληνικά έγγραφα. Το 1936, η ελληνική πολιτεία δημιούργησε τον νομό Θεσπρωτίας από τμήματα των νομών Ιωαννίνων και Πρέβεζας, ώστε να ελέγχει καλύτερα τη μουσουλμανική μειονότητα των Αλβανών Τσάμηδων. Οι Τσάμηδες Αλβανοί έλαβαν καθεστώς θρησκευτικής, αλλά όχι εθνικής, μειονότητας και υπάρχουν λίγα στοιχεία άμεσων κρατικών διώξεων εκείνη την περίοδο.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής στην Ελλάδα (1941-1944), τα περισσότερα μέλη των μουσουλμάνων Τσάμηδων συνεργάστηκαν με τις ιταλικές και γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, διαπράττοντας σειρά εγκλημάτων πολέμου. Στο τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, σχεδόν όλοι οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες στην Ελλάδα απελάθηκαν στην Αλβανία, λόγω αυτής της δραστηριότητας. Ωστόσο, ένα μικρό μέρος των μουσουλμάνων Τσάμηδων παρείχε στρατιωτική υποστήριξη προς τις αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΛΑΣ, ο οποίος αντιτάχθηκε στη μαζική απέλαση των Τσάμηδων. Με επικεφαλής τον πρώην αξιωματικό του Ζέρβα, συνταγματάρχη Ζώτο, μια παραστρατιωτική ομάδα πρώην ανταρτών και ντόπιων επιτέθηκαν στα χωριά των Τσάμηδων και προχώρησαν σε λεηλασίες, εμπρησμούς και αδιάκριτες εκτελέσεις. Στις Φιλιάτες στις 13 Μαρτίου, 60 με 70 Τσάμηδες, υποστηρικτές του άξονα, σκοτώθηκαν.