Στην Ελλάδα οι κομματικές κρίσεις αντιμετωπίζονται από τα media με όρους μικροπολιτικής και αυτό συμβάλλει στη διαιώνισή τους, αγνοώντας όμως τα πραγματικά προβλήματα που αυτές προκαλούν, ιδιαίτερα όταν αφορούν τα λεγόμενα συστημικά κόμματα και δη το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Οι αλυσιδωτές εκρήξεις στον ΣΥΡΙΖΑ και η προσπάθεια βίαιης αλλαγής του πολιτικού προσωπικού με πρόσχημα της ανανέωσης δημιουργεί ένα μείζον κενό εξουσίας, θέσης και αντιστήριξης, όχι μόνο στην Αριστερά, αλλά πρωτίστως στην Ελλάδα, καθώς υπονομεύεται η κυβερνησιμότητα και η διαπραγαμτευτική θέση της χώρας, ιδιαίτερα ενόψει κρίσιμων αποφάσεων και εν μέσω διεθνών γεωπολιτικών και γεωοικονομικών κρίσεων.
Μπορεί ο κατακερματισμός της αντιπολίτευσης να συμβάλλει στην πολιτική σταθερότητα, αλλά η ανάγνωση αυτή, παραγνωρίζει την αναγκαιότητα ισχυρής και αποτελεσματικής αντιπολίτευσης ώστε η κυβέρνηση να ανταποκριθεί στις προσδοκίες και να αποδείξει τις προοπτικές που υποσχέθηκε. Επίσης, στον διεθνή στίβο, η παρουσία μιας κυβέρνησης, χωρίς ισχυρή αντιπολίτευση αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική θέση της χώρας, στερεί καίρια επιχειρήματα και στρατηγικές και περιορίζει τις δυνατότητες ελιγμών.
Εσωτερικά, η αποσύνθεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, περιορίζει τη δυνατότητα έκφρασης κοινωνικών ομάδων και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων, οι οποίες όταν δεν μπορούν να εισακουσθούν στο συστημικό χώρο είναι καταδικασμένες να καταστούν ευεπίφορες σε προσεγγίσεις από αντισυστημικά κόμματα, ενώ τα πλέον αδύναμα μέλη τους ριζοσπαστικοποιούνται και εισφέρουν σε αλλότριους σκοπούς και σχήματα. Το παρελθόν ανόδου της ακροδεξιάς μέσα από το κίνημα των αγανακτισμένων και αργότερα από τις κινητοποιήσεις κατά της συμφωνίας των Πρεσπών.
Διεθνώς, η περίοδος αυτή είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη, καθώς η ακροδεξιά ενισχύεται σημαντικά και απειλεί να καταστεί μόνιμο συστημικό κόμμα στη Γερμανία, στις ΗΠΑ όλα δείχνουν δημοκοπική άνοδο του Τραμπ παρά τα δικαστήρια και οι συρράξεις στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία έχουν συμβάλλει στην ανάδυση των παραστρατιωτικών ομάδων.
Η Ελλάδα βρίσκεται τώρα σε κρίσιμη καμπή, καθώς η επαναπροσέγγιση με την Τουρκία δεν μπορεί να αναβληθεί, ούτε να μπει σε slow track, αλλά η πρόοδος σε έναν τέτοιο διακανονισμό χωρίς συντεταγμένη -ακόμα και δεν είναι ισχυρή- αντιπολίτευση, μπορεί να υπονομεύσει τη διαπραγματευτική θέση, καθώς η κυβέρνηση απόλυτος κυρίαρχος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την έννοια του πολιτικού κόστους ως αντίβαρο. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και στις συζητήσεις για το νέο σύμφωνο σταθερότητας, τις αποστολές οπλικών συστημάτων σε εμπόλεμες ζώνες και τη διαφύλαξη των εθνικών γραμμών σε μια σειρά από ανοιχτά μέτωπα και ζητήματα.
Το εσωτερικό σκηνικό
Αν και στην Ελλάδα η καταδίκη των στελεχών της Χρυσής Αυγής για εγκληματική οργάνωση και η εκλογική ήττα του Ηλία Κασιδιάρη στον Δήμο της Αθήνας απαξίωσαν τον κινηματικό χαρακτήρα της ακροδεξιάς, εν τούτοις η εκλογή τριών ακροδεξιών κομμάτων (Σπαρτιάτες, Νίκη, Ελληνική Λύση) στη Βουλή και ενός λαϊκίστικού, καταγγελτικού και πολιτικά ερμαφρόδιτου κόμματος (Πλεύση Ελευθερίας), σκιαγραφούν ένα βαθιά κατακερματισμένο, υπό διαρκή αναδιάταξη, με χαλαρά πολιτικά και κυρίαρχα ατομικά, ομαδικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Αν σε αυτά συμπεριληφθεί η μεγάλη αποχή, που ερμηνεύεται ως απαξία, τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι κίνδυνοι δεν έρχονται μόνο από την μετατόπιση του εκλογικού σώματος, αλλά από την απαξίωση του πολιτικού συστήματος και την εξώθηση μεγάλων μαζών εκτός δομημένου πολιτικού πλαισίου.
Υπάρχει πάτα και το σενάριο δημιουργίας νέων πολιτικών φορέων,, για την κενών που δημιουργούνται. Ωστόσο, τέτοιες προσπάθειες, χωρίς εδραιωμένες κοινωνικές ρίζες και ερείσματα, ενέχουν σημαντικούς κινδύνους.