Λύση στο πρόβλημα της ενεργειακής επάρκειας της Γερμανίας, μέσω της παράτασης της λειτουργίας τριών πυρηνικών εργοαστασίων έδωσε ο Όλαφ Σολτς, μετά από μια ενδοκυβερνητική διελκυστίνδα, ο καγκελάριος υπερσκέλισε τη δυστακτικότητα των Πρασίνων, βγάζοντάς τους παράλληλα από τη δύσκολη θέση να αναγκαστούν να συμφωνήσουν.
Το πολιτικό κόστος για την παράταση της λειτουργίας τριών εναπομείναντων πυρηνικών σταθμών παραγωγής ενέργειας στη Γερμανία ανέλαβε ο Όλαφ Σολτς, βγάζοντας παράλληλα τους Πράσινους από τη δύσκολη θέση.
Οι τρεις εναπομείναντες γερμανικοί πυρηνικοί σταθμοί, Έμσλαντ, Ίζαρ 2 και Νεκαρβεστχάιμ 2 θα παρατείνουν τελικά τη λειτουργία τους πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2022 μέχρι την 15η Απριλίου του 2023, σύμφωνα με απόφαση του Γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς (και όχι κατόπιν συμφωνίας σε επίπεδο υπουργικού συμβουλίου), η οποία κοινοποιήθηκε χθες αργά το απόγευμα σε τρεις υπουργούς του: την Πράσινη υπ. Περιβάλλοντος Στέφι Λέμκε, τον επίσης Πράσινο υπ. Οικονομίας και Ενέργειας Ρόμπερτ Χάμπεκ και τον Φιλελεύθερο υπ. Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ.
«Η απόφαση αυτή αποτελεί τη νομική βάση για να καταστεί δυνατή η παράταση της λειτουργίας των τριών πυρηνικών σταθμών (…) Με φιλικούς χαιρετισμούς, Όλαφ Σολτς».Κάπως έτσι έκλεισε, λοιπόν, με την επιστολή του ο καγκελάριος την ενδοκυρβενητική έριδα μεταξύ των δύο υπουργών του Ρόμπερτ Χάμπεκ και Κρίστιαν Λίντνερ, η οποία «σιγοέβραζε» εδώ και καιρό στο Βερολίνο, προκαλώντας κατά τον γερμανικό Τύπο τη σοβαρότερη κρίση στους κόλπους της γερμανικής συγκυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων.
«Απόφαση και όχι συμφωνία»
Έτσι χαρακτηρίζει το κλείσιμο του εξαιρετικά δύσκολου κεφαλαίου για τη συνέχιση της λειτουργίας των πυρηνικών σταθμών στη Γερμανία η ιστοσελίδα taggeschau.de του πρώτου προγράμματος της γερμανικής τηλεόρασης. Ο Όλαφ Σολτς αναγκάστηκε να κάνει χρήση της αρμοδιότητας περί χάραξης πολιτικών κατευθύνσεων, η οποία απορρέει τόσο από τον εσωτερικό κανονισμό για τη λειτουργία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης όσο πρωτίστως από το άρθρο 65 του Γερμανικού Συντάγματος.
Το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει τα εξής: «1. Ο ομοσπονδιακός καγκελάριος καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής και φέρει τη σχετική ευθύνη 2. Στο πλαίσιο αυτών των κατευθυντήριων γραμμών, κάθε ομοσπονδιακός υπουργός διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιό του ανεξάρτητα και με δική του ευθύνη. 3. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποφασίζει για διαφορές απόψεων μεταξύ των ομοσπονδιακών υπουργών».
Η λειτουργία της κυβέρνησης
Αν και το κυβερνητικό σύστημα της Γερμανίας βασίζεται στη λειτουργία του υπουργικού συμβουλίου, ωστόσο υπουργοί και καγκελάριος δεν έχουν ισότιμη θέση. Στη σχέση αυτή προεξάρχει ο/η καγκελάριος, εν προκειμένω ο Όλαφ Σολτς. Κάπως έτσι μπορεί να περιγραφούν συνοπτικά και σχηματικά οι «υπηρεσιακές» σχέσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης.
Με απλά λόγια στο επίκεντρο του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης τον πρώτο λόγο έχει ο επικεφαλής της πλειοψηφικής κυβέρνησης, στη Γερμανία ο καγκελάριος. Από αυτήν ακριβώς την κεντρική θέση του/της καγκελαρίου απορρέει και η αρμοδιότητα καθορισμού της πολιτικής κατεύθυνσης (Richtlinienkompetenz), βάσει της οποίας εστάλη η συγκεκριμένη επιστολή, ανακοινώνοντας ουσιαστικά στους υπουργούς την οριστικά ειλημμένη απόφαση της κυβέρνησης.