Καθώς το χειρότερο σενάριο για την ευρωπαϊκή οικονομία καθίσταται βασικό, οι κίνδυνοι κοινωνικών αναταραχών, πολιτικής αποσταθεροποίησης και το ενδεχόμενο νέου κύματος ανόδου λαϊκιστικών και εθνικιστικών – ξενοφοβικών κομμάτων επανέρχονται στο προσκήνιο και μάλιστα επιτακτικά, ενώ πλέον θεωρούνται… ρεαλιστικοί.
Με την επίκληση του κινδύνου των κοινωνικών αναταραχών, στο πλαίσιο του playbook της πολιτικής αποσταθεροποίησης, επιχειρείται τώρα από τις εθνικές κυβερνήσεις και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η υπέρβαση των αναχωμάτων που θέτει η Κομισιόν στην προώθηση της ενεργειακής (αντι)μεταρρύθμισης της Ένωσης. Η πολιτική βιώσιμης ανάπτυξης της ΕΕ, που στόχευε στην ενίσχυση της χρήσης Ανανενώσιμων Πηγών Ενέργειας και καθορότερων μορφών καυσίμων, επένδυε στο φυσικό αέριο ως μεταβατικό καύσιμο, χωρίς όμως επαρκείς προβλέψεις για αποθηκευτικούς χώρους και λύσεις εκτάκτου ανάγκης.
Αυτά κατήγγειλε, άλλωστε, και ο πρόεδρς του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, σκιαγραφώντας ένα περιβάλλον που μπορεί να αναφλεγεί ανά πάσα στιγμή.
Η Ευρώπη, όμως, βυθίζεται στη χειρότερη μεταπολεμικά οικονομική και ενεργειακή κρίση, με τις εθνικές κυβερνήσεις να βρίσκονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο παταγώδους κατάρρευσης μπροστά στο δίδυμη κρίση ακρίβειας και ενεργειακής ανασφάλειας. Σε αυτό το περιβάλλον και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να τραβάει σε μάκρος, τον Πούτιν να σκληραίνει τη στάση του και την ΕΕ πιο ευάλωτη από ποτέ, καθώς βάλλεται πανταχώθεν, οι συνειδησιακές ανησυχίες για γα το περιβάλλον και τα συμφέροντα που είχαν δομηθεί πάνω σε αυτή την πρόκληση, υποβαθμίζονται.
Μετά την ανακοίνωση του G7 για πλαφόν στην τιμή του πετρελαίου, οι εντάσεις μεταξύ Ρωσίας, Ε.Ε. και ΗΠΑ έχουν κλιμακωθεί περαιτέρω, όπως εκτιμούν οι διεθνείς οίκοι, με την Gazprom να ανακοινώνει την επ’ αόριστον διακοπή λειτουργίας του Nord Stream 1 και τη Μόσχα να απειλεί ότι οι προμήθειες φυσικού αερίου προς την Ευρώπη δεν θα ξαναρχίσουν πλήρως, έως ότου η Δύση άρει τις κυρώσεις.
Auditor’s note: Χωρίς φίλτρα
Η ταχύτερη σύσφιξη νομισματικής πολιτικής από τη Fed, σε συνδυασμό με την ενεργειακή κρίση που μαστίζει την Ευρώπη, πιέζει το ευρώ σε χαμηλά 22 ετών απέναντι στο δολάριο, αποδυναμώνοντας έτι περαιτέρω την αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων καταναλωτών. Σε συνδυασμό με τον επίμονα υψηλό πληθωρισμό οι κοινωνίες βιώνουν ήδη κραδασμούς, τους οποίους δεν είναι σαφές για πόσο οι χώρες θα μπορούν να απαλύνουν με επιδοματικές πολιτικές και μέτρα στήριξης.Καθώς η γεωπολιτική αντιπαράθεση με τη Ρωσία για την Ουκρανία καθίσταται κυρίως γεωοικονομική, με την ενέργεια να επέχει θέση μοχλού πίεσης και ενώ η προϊούσα πολιτική άναρχης πράσινης μετάβασης υπονόμευσε την ενεργειακή ασφάλεια και αυτονομία των χωρών, η προσπάθεια σταθεροποίησης αποδεικνύεται πρόκληση επικών διαστάσεων.
Πολιτικές ανακατατάξεις
Καθώς η κυβέρνηση Ντράγκι στην Ιταλία έπεσε και τη διαδέχεται -όπως όλα δείχνουν- συγκυβέρνηση ακροδεξιών κομμάτων, ενώ η Γαλλία καρκινοβατεί με τον Μακρόν αποδυναμωμένο, η πολιτική σταθερότητα στην ΕΕ αμφισβητείται. Με την Ελλάδα να ταλανίζεται από το σκάνδαλο κατασκοπείας, αποδυαμώνοντας την κυβέρνηση της ΝΔ και με την απλή αναλογική φαντάζει ως… νάρκη -για πολλούς- με ένα τουλάχιστον φιλορωσικό ακροδεξιό κόμμα να επιζητά ρόλο με αξιώσεις, οι προοπτικές για το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα κάθε άλλο παρά ευοίωνες φαντάζουν.
Ταυτόχρονα, η Γερμανία μπορεί να μην απειλείται άμεσα από πολιτική αποσταθεροποίηση, αλλά η κυβέρνηση Σολτς ταναλίζεται από τις πολιτικές στήριξης της Ουκρανίας και αναγκάστηκε να ανακοινώσει τρίτο πακέτο στήριξης -μαμούθ, ανεβάζοντας τα συνολικά κεφάλαια στα 95 δισ. για προλάνει κοινωνικές εκρήξεις. Η ενεργειακή κρίση είναι τόσο οξεία, που η JP Morgan έχει καταρτίσει σχέδια εκτάκτου ανάγκης για μετεγκατάσταση του προσωπικού της στην υπόλοιπη Ευρώπη, ακόμα και για επιστροφή στο Λονδίνο, απ όπου αποχώρησε λόγω Brexit.
Κοινωνική ένταση και εξωτερικές παρεμβάσεις
Με το παρελθόν των “Κίτρινων Γιλέκων” στη Γαλλία νωπό, την απειλή της βαλκανικής άνοιξης επίσης, τους αγανακτισμένους της Ελλάδας ως μόνιμη υφέρπουσα απειλή και την ακροδεξιά να ενισχύεται στην Ιταλία, τη Γαλλία και να “σαλεύει” στη Γερμανία, ενδεχόμενο κοινωνικό ξέσπασμα σε μια χώρα της ΕΕ θα μπορούσε εύκολα να βρει απήχηση σε άλλες, ιδιαιίτερα καθώς ο κατακερματισμός της ενημέρωσης εντείνει -αντί να αποδυναμώνει- τη ροπή σε σενάρια συνωμοσίας, τα οποία πλέον… δεν είναι και τόσο μακρινά.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δάκτυλος τρίτων χωρών δεν είναι αναγκαίος για να ξεφύγει η κατάσταση από κάθε έλεγχο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξουν τέτοιου είδους παρεμβάσεις.
Αναπόδραστη η ύφεση
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Wood, εάν η διακοπή του φυσικού αερίου συνεχιστεί οριστικά, θα οδηγήσει την Ευρώπη προς το δυσμενές σενάριο της ύφεσης ύψους 3,5% το 2023, έπειτα από ισχνή ανάπτυξη της τάξης του 2,3% φέτος, ενώ ο πληθωρισμός θα εκτιναχθεί από 9% φέτος σε 10,8% το 2023 κατά μέσο όρο. Για την Ελλάδα η Wood εκτιμά πως το σοκ θα είναι ισχυρό με 2,6% ύφεση το 2023 από ανάπτυξη 5% φέτος, με τον πληθωρισμό στο 9% σε μέσο όρο από 12% φέτος, ενώ το έλλειμμα του λογαριασμού τρεχουσών συναλλαγών θα διατηρηθεί στο 7%-7,5% και τα δύο έτη.
Προς το παρόν, όπως τονίζει η Wood, φαίνεται πως η Ρωσία θα συνεχίσει να «ανοιγοκλείνει» την παροχή φυσικού αερίου τους επόμενους μήνες, αλλά η επιδείνωση της κατάστασης είναι πολύ πιθανή, με οριστικό στοπ στις προμήθειες εντός του χειμώνα.
Εάν συνεχιστεί η διακοπή των ροών αερίου, η Wood προβλέπει ύφεση ύψους 3,5% το 2023 στην Ευρώπη.
Το αισιόδοξο σενάριο
Η Morgan Stanley εκτιμά πως το βασικό της σενάριο είναι πλέον ότι δεν θα συνεχιστούν οι ροές μέσω του Nord Stream 1 και η Ευρώπη –αν και δεν θα χρειαστεί την εφαρμογή δελτίου ενέργειας τον φετινό χειμώνα– θα εισέλθει στον χειμώνα του 2023/2024 με ασυνήθιστα χαμηλό επίπεδο αποθήκευσης, καθώς η σωρευτική απουσία 30 κυβικών μέτρων/ημέρα τους επόμενους 12 μήνες θα επιβαρύνει σημαντικά τα αποθέματα. Ως αποτέλεσμα, η αμερικανική τράπεζα εκτιμά ότι οι τιμές του ρεύματος θα αυξηθούν κατά 100%-400% και του φυσικού αερίου θα σημειώσουν επίσης νέο ισχυρό ράλι.
H JP Morgan αναμένει πάντως ευρείες παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας της Ευρώπης, οι οποίες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν πλαφόν στις τιμές ρεύματος και φυσικού αερίου, καθώς και υποχρεωτική μείωση της χρήσης φυσικού αερίου σε μη απαραίτητες βιομηχανίες.