Η ΕΚΤ στο πλαίσιο αναπροσαρμογής της πολιτικής της άλλαξε αναθεώρησε τον στόχο για τον πληθωρισμό, κίνηση η οποία εκτός από την ιστορική της αξία, εμφορείται από ισχυρούς συμβολισμούς και μηνύματα.
Άλλοτε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ρεφορμισμός, ενώ είναι σίγουρο ότι οι μάχες στο διοικητικό συμβούλιο και σε επίπεδο κεντρικών τραπεζών ήταν σκληρές. Η Κριστίν Λαγκάρντ όμως κατάφερε να τελειώσει αυτό που ο Μάριο Ντράγκι άρχισε: να αλλάξει τη νοοτροπία της ΕΚΤ από συντηρητική σε προοδευτική.
Τώρα ανοίγει ο δρόμος για επανασχεδιασμό της πολιτικής για τα προσεχή χρόνια.
Η ΕΚΤ σε μια ιστορική απόφαση αναθεώρησε τον στόχο για τον πληθωρισμό, επιτρέποντας ακόμα και την υπέρβαση του 2%. Πρόκειται για τον μακροπρόθεσμο στόχο που σημαίνει ότι σε πολλές περιόδους τα η τρέχουσα τιμή θα μπορεί να υπερβαίνει αισθητά το επίπεδο αυτό.
Με τον τρόπο αυτό η ΕΚΤ διευρύνει το περιθώριο κινήσεων και αποκτά τη δυνατότητα να διατηρήσει ενεργά τα εργαλεία παροχής ρευστότητας και τα αρνητικά επιτόκια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Όπως δήλωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ, τώρα ανοίγει ο δρόμος για επανασχεδιασμό της πολιτικής για τα προσεχή χρόνια.
Μηνύματα και υπομνήσεις
Η κίνηση αυτή ακολουθεί την έξαρση των ανησυχιών για τον αντίκτυπο της έξαρσης των πληθωριστικών πιέσεων στην πολιτική της ΕΚΤ. Παράλληλα, η Κριστίν Λαγκάρντ στέλνει ηχηρό μήνυμα στις αγορές ότι κεντρικός στόχος είναι η ισχυρή ανάπτυξη και ότι δεν θα θυσιάσει την οικονομική επέκταση για να ελέγξει τον πληθωρισμό.
Πρόκειται όμως για statement που έχει βαθύτερους συμβολισμούς. Η Ευρωζώνη δείχνει ότι είναι έτοιμη να αποδεσμευτεί από άγχη του παρελθόντος και η Γερμανία από τους εφιάλτες της οικονομίας της Βαϊμάρης. Η προαναγγελθείσα αποχώρηση της Άγκελα Μέρκελ από την Καγκελαρία στη λήξη της θητείας της έχει επίσης τη δική της σημειολογική αξία, καθώς την απελευθερώνει από το πολιτικό κόστος. Δήλωση αποτελεί όμως και για την Κριστίν Λαγκάρντ η οποία επιβάλλει και επιβάλλεται έναντι των γερακιών, επιδεικνύοντας σθένος και ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις που επηρεάζουν τον πυρήνα.
Η αλλαγή
Η μέχρι πρότινος στρατηγική της ΕΚΤ έκανε λόγο για πληθωρισμό «κάτω, αλλά κοντά στο 2%». Πλέον, όμως, στόχος είναι ο «πληθωρισμός 2% σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο», επιτρέποντας μια «μεταβατική περίοδο, κατά την οποία ο πληθωρισμός θα είναι ήπια άνω του στόχου».
Όπως είναι εύλογο, η απόφαση της Φρανκφούρτης επηρέασε άμεσα τις αγορές ομολόγων, οι οποίες ωφελούνται σημαντικά από τα υποστηρικτικά μέτρα της ΕΚΤ, με την απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου να διολισθαίνει σε χαμηλό τριών μηνών, δηλαδή στο -0,34%.
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ
Οπως αναφέρει η ΕΚΤ, το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί ότι η σταθερότητα των τιμών διατηρείται καλύτερα με την επιδίωξη στόχου για ρυθμό πληθωρισμού 2% μεσοπρόθεσμα.
Αυτός ο στόχος είναι συμμετρικός, πράγμα που σημαίνει ότι οι αρνητικές και οι θετικές αποκλίσεις του πληθωρισμού από τον στόχο είναι εξίσου ανεπιθύμητες. Όταν η οικονομία λειτουργεί κοντά στο κατώτατο επίπεδο των ονομαστικών επιτοκίων, απαιτείται ιδιαίτερα σθεναρή ή επίμονη δράση από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής, προκειμένου να αποτραπεί η παγίωση αρνητικών αποκλίσεων από τον στόχο για τον πληθωρισμό. Αυτό ενδέχεται να συνεπάγεται επίσης μια μεταβατική περίοδο, κατά την οποία ο πληθωρισμός διαμορφώνεται μετρίως πάνω από τον στόχο.
Το Διοικητικό Συμβούλιο επιβεβαίωσε ακόμη ότι η δέσμη των επιτοκίων της ΕΚΤ εξακολουθεί να αποτελεί το πρωταρχικό μέσο άσκησης νομισματικής πολιτικής. Τα άλλα μέσα, όπως η παροχή ενδείξεων σχετικά με τη μελλοντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, οι αγορές στοιχείων ενεργητικού και οι πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, που την τελευταία δεκαετία βοήθησαν στη μείωση των περιορισμών που δημιουργεί το κατώτατο επίπεδο των ονομαστικών επιτοκίων, θα εξακολουθήσουν να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της εργαλειοθήκης της ΕΚΤ και θα εφαρμόζονται κατά περίπτωση.
Δηλώσεις Λαγκάρντ
«Με χαρά σάς ανακοινώνω ότι το Διοικητικό Συμβούλιο ενέκρινε χθες τη νέα στρατηγική νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Ενώ θεωρούμε δεδομένη την πρωταρχική αποστολή της ΕΚΤ να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών, η επανεξέταση μας έδωσε τη δυνατότητα να αμφισβητήσουμε τον τρόπο σκέψης μας, να ανταλλάξουμε απόψεις με διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, να συλλογιστούμε, να συζητήσουμε και να καταλήξουμε σε κοινά σημεία όσον αφορά το πώς θα πρέπει να προσαρμόσουμε τη στρατηγική μας. Η νέα στρατηγική αποτελεί μια γερή βάση που θα μας κατευθύνει στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια»,
είπε η Christine Lagarde, πρόεδρος της ΕΚΤ.