Την αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, σε ΒΒ από BB-, ανακοίνωσε η Standard & Poor’s. Η κίνηση αυτή δεν ήταν αναμενόμενη εξαιτίας της πρόσθετης αβεβαιότητας που δημιουργούν οι αλληλεπικαλυπτόμενες κρίσεις και της έλλειψης ορατότητας.
Ο οίκος δίνει θετικό outlook στην αξιολόγηση, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν αποκλείεται νέα αναβάθμιση εντός των επόμενων 12-18 μηνών. Η αναβάθμιση της S&P -που είχε καθυστερήσει- φέρνει τα ελληνικά ομόλογα ένα βήμα πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα.
Παρά την αναζωπύρωση της εκλογολογίας στο εσωτερικό, οι αναλυτές του οίκου δεν λαμβάνουν υπόψη τους τον παράγοντα των πρόωρων εκλογών, ούτε για το 2021, ούτε για το 2022.
Ωστόσο, ο οίκος αναγνωρίζει ότι αρνητικοί παράγοντες για την αξιολόγηση της χώρας αποτελούν το υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος και η πρόκληση διοχέτευσης κεφαλαίων στην οικονομία, δεδομένου του υψηλού επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού τομέα.
Οι αναλυτές χρησιμοποιούν baseline σενάριο καλύτερο από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, κόντρα στην ευρύτερη τάση αναθεώρησης επί τα χείρω των προβλέψεων. Επίσης, υποστηρίζουν ότι την προσεχή τριετία η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει επιδώσεις ισχυρότερες από αυτές του μέσου όρου της ΕΕ. Μάλιστα, οι αναλυτές βλέπουν ταχεία αναπλήρωση του αναπτυξιακού gap, πρόβλεψη που είναι εξαιρετικά αισιόδοξη δεδομένης της αβεβαιότητας κα της δυναμικής του κορονοϊού.
Στην ανάλυσή του ο οίκος υποστηρίζει τις πολιτικές της κυβέρνησης για την επανεκκίνηση της οικονομίας και στην κατεύθυνση της βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, το οποίο -όπως αναφέρει- υπολείπεται των αντίστοιχων χωρών στην ΕΕ.
Ιδιαίτερη μνεία κάνουν οι αναλυτές της Standard & Poors στα δημοσιονομικά “μαξιλάρια” που διαθέτει η Ελλάδα, καθώς και στην επίδραση του προγράμματος PEPP της ΕΚΤ.
Επόμενες αξιολογήσεις
Μετά την S&P την ελληνική οικονομία θα αξιολογήσει η Moody’s που αναμένεται να δημοσιεύσει την έκθεση της στις 21 Μαΐου.
Στο δεύτερο εξάμηνο η δραστηριότητα θα πυκνώσει, καθώς ο ορίζοντας θα έχει ξεκαθαρίσει.
- Στις 16 Ιουλίου θα δημοσιεύσει η Fitch,
- στις 17 Σεπτεμβρίου η DBRS,
- στις 22 Οκτωβρίου η S&P και τη
- στις 19 Νοεμβρίου η Moody’s
Σημειώνεται ότι η S&P’s είναι ο τρίτος οίκος που αξιολογεί την Ελλάδα μέχρι στιγμής φέτος, μετά τη Fitch (επιβεβαίωσε το “BB”, με σταθερές προοπτικές) τον Ιανουάριο και την DBRS (επιβεβαίωσε το “BB low”, με σταθερές προοπτικές), που τήρησαν στάση αναμονής, με δεδομένη την παράταση της πανδημίας για όλο το πρώτο τρίμηνο του χρόνου και εξ αυτού τη συνέχιση εφαρμογής μέτρων για στήριξη της οικονομίας, τα οποία από 7,5 δισ. ευρώ στην αρχή του χρόνου εκτιμάται πλέον ότι θα φτάσουν κοντά στα 14 δισ. ευρώ.
Τη “σκυτάλη” των οίκων θα πάρει μετά την S&P η Moody’s, η οποία έχει προγραμματίσει την πρώτη αξιολόγησή της για φέτος στις 21 Μαΐου.
Ο δεύτερος γύρος των “ραντεβού” της Ελλάδας με τους οίκους για το τρέχον έτος ξεκινά στις 16 Ιουλίου με τη Fitch και ακολουθούν στις 17 Σεπτεμβρίου η DBRS, στις 22 Οκτωβρίου η S&P και τη χρονιά κλείνει η Moody’s, στις 19 Νοεμβρίου.
Προβλέψεις
Ο οίκος προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει με ρυθμό 4,9% το 2021, μετά την περσινή ύφεση του 8,2%, αναμένοντας περαιτέρω επιτάχυνση από το 2022 στο 5,8%. Σωρευτικά, ο οίκος αναμένει ότι η Ελλάδα θα έχει επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα πριν το τέλος του 2022 και θα τα υπερβεί μέχρι το τέλος του έτους.
Οπως αναφέρει η Standard & Poor’s, η κυβέρνηση επωφελείται από σημαντικά δημοσιονομικά “μαξιλάρια”, ενώ η οικονομία θα δεχτεί πρόσθετη ώθηση από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Εκτιμά ότι οι οικονομικές επιδόσεις φέτος θα τροφοδοτηθούν κυρίως από την εγχώρια ζήτηση και τις εξαγωγές, παρότι δεν βλέπει τις ταξιδιωτικές εισπράξεις να επιστρέφουν στα επίπεδα του 2019 πριν από το 2024-2025.
Αναμένει επίσης ότι η κυβέρνηση θα επιταχύνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική εξυγίανση, παγιώνοντας την πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους υπό όρους ΑΕΠ.
Στήριξη από την ΕΕ
Ο οίκος σημειώνει ότι η δημοσιονομική στήριξη της ΕΕ κινείται σε δύο άξονες:
Πρώτον, μέσω του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου πρόκειται να διανεμηθούν σχεδόν 40 δισ. ευρώ (22,7% του ΑΕΠ του 2019) στις ελληνικές αρχές κατά την περίοδο 2021-2027.
Δεύτερον, μέσω του Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ, από το οποίο η Ελλάδα αναμένεται να λάβει περίπου 32 δισ. ευρώ (18,2% του ΑΕΠ του 2019), εκ των οποίων τα 19,4 δισ. ευρώ (11,0% του ΑΕΠ του 2019) θα είναι σε επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα 12,6 δισ. ευρώ σε δάνεια.
Σύμφωνα με τον οίκο, τα κεφάλαια αυτά, εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, θα επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία να προχωρήσει σε περαιτέρω διαρθρωτικές κινήσεις, ιδίως για την αντιμετώπιση του μεγάλου επενδυτικού κενού, που είναι αποτέλεσμα της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής που απαιτείται από την Ελλάδα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Η S&P’s σημειώνει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ενισχύσει την προβλεψιμότητα χάραξης πολιτικής, γεγονός που είναι θετικό για τις οικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας μετά την υποχώρηση των επιπτώσεων της πανδημίας.
Αναβάθμιση λόγω… ΣΥΡΙΖΑ
Προσθέτει ότι παρά την ύφεση που προκλήθηκε από την πανδημία το 2020, η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας επωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα της κυβέρνησης, χάρη:
- στις ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις πριν από την πανδημία
- στη διατήρηση σημαντικά αποθεμάτων ρευστότητας του προϋπολογισμού, και
- στην ευνοϊκή δομή του δημόσιου χρέους.
Καλή η δομή του χρέους
Όπως εξηγεί, όσον αφορά την ωρίμανση του χρέους και το μέσο κόστος εξυπηρέτησης του, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο ευνοϊκά προφίλ μεταξύ των χωρών που παρακολουθεί ο οίκος.
Μετά από μια άνοδο του χρέους το 2020, ο οίκος προβλέπει ότι οι δείκτες ακαθάριστου και καθαρού χρέους ως προς το ΑΕΠ θα μειωθούν, υποβοηθούμενοι από την ανάκαμψη του ρυθμού ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ της χώρας και από τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Κίνδυνοι
Ωστόσο, ο οίκος αναγνωρίζει ότι αρνητικοί παράγοντες για την αξιολόγηση της χώρας αποτελούν το υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος και η πρόκληση διοχέτευσης κεφαλαίων στην οικονομία, δεδομένου του υψηλού επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού τομέα.
Παρά το μεγάλο μέγεθος του χρέους της Ελλάδας, ο οίκος εκτιμά ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους κυμαινόταν κατά μέσο όρο περίπου στο 1,3% στα τέλη του 2020, σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για την πλειονότητα των χωρών με αξιολόγηση “BB”.
Προσθέτει ότι η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα διάρκεια του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης διαμορφώνεται στα περίπου 20 έτη από το τέλος του 2020, γεγονός που εκτιμά ότι θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της επιβάρυνσης της κυβέρνησης από τόκους στο μέλλον, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους λόγω των οικονομικών και δημοσιονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Όπως σημειώνει η αβεβαιότητα σχετικά με τον ρυθμό ανάκαμψης παραμένει, δεδομένης της εμφάνισης διαδοχικών κυμάτων της πανδημίας στην Ελλάδα αλλά και στους κύριους εμπορικούς εταίρους της, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε πρόσθετα περιοριστικά μέτρα. Αυτό, τονίζει, θα μπορούσε να καθυστερήσει περαιτέρω την ανάκαμψη στον τομέα των υπηρεσιών (-44% το 2020) και ειδικότερα στον τουρισμό.
Σημειώνει, ωστόσο, ότι ο τουρισμός παραμένει παράγοντας προστιθέμενης αξίας για τη χώρα και πηγή απασχόλησης για την ελληνική οικονομία, ακόμη και αν η ανάκαμψη του κλάδου καθυστερήσει.
Υποστήριξη
Τονίζει, όμως, ότι τα φορολογικά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, όπως η μείωση του φόρου εισοδήματος για άτομα με χαμηλό εισόδημα, η μείωση του ΕΝΦΙΑ και το αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα για την πληρωμή καθυστερούμενων φόρων, θα συνεχίσουν να στηρίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης. Στο εγγύς μέλλον, εκτιμά ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει με στοχευμένα φορολογικά μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, καθώς και για τη θωράκιση των βιώσιμων επιχειρήσεων και των εργαζομένων από ένα προσωρινό -αλλά σοβαρό- σοκ ρευστότητας, έως ότου η ανάκαμψη επιταχυνθεί.
Προσθέτει ότι το PEPP της ΕΚΤ θα συνεχίσει να απορροφά τα οικονομικά σοκ που οφείλονται στην υγειονομική κρίση και στην Ελλάδα.
Ο οίκος πιστεύει ότι επόμενα χρόνια η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί ουσιαστικά από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, από όπου η Ελλάδα θα λάβει επιχορηγήσεις ύψους 19,4 δισ. ευρώ έως το 2026 και η χώρα είναι επιλέξιμη για δάνεια έως 12,6 δισ. ευρώ, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα διαθέσιμα δάνεια μέσω του ταμείου SURE για τη στήριξη της απασχόλησης ή από την πιστωτική γραμμή για την αντιμετώπιση της πανδημίας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM).
Ως αποτέλεσμα, η επενδυτική δραστηριότητα αναμένεται να βελτιωθεί το 2021, παράλληλα με την αύξηση των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ). Προσθέτει επίσης ότι η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων επιβραδύνθηκε πέρυσι λόγω της πανδημίας, αλλά η κυβέρνηση την επιταχύνει εκ νέου φέτος.
Ο οίκος επισημαίνει, ωστόσο, ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει λιγότερο ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον από τους ανταγωνιστές της, αλλά προσθέτει ότι η κυβέρνηση μειώνει τη γραφειοκρατία (ειδικά για να επιταχύνει τις επενδύσεις) και προωθεί τον ψηφιακό μετασχηματισμό, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών.
Όπως τονίζει, οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα οδηγήσουν πιθανώς σε αύξηση της παραγωγικότητας, θα ενισχύσουν τα μακροοικονομικά αποτελέσματα και θα βελτιώσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Προσθέτει άλλωστε ότι τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης θα λειτουργήσουν ως καταλύτης για αυτού του είδους τις μεταρρυθμίσεις.
Κατά την άποψη του οίκου, ένα από τα κλειδιά για την ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη της χώρας είναι η πτώση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, καθώς θα ενίσχυε τη χορήγηση δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα, αφού όπως τονίζει χωρίς πρόσβαση σε κεφάλαιο κίνησης, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις -ο μεγαλύτερος εργοδότης της οικονομίας- αντιμετωπίζουν κινδύνους.
Στο πλαίσιο αυτό αναφέρει ότι η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη δημιουργία bad bank είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και θα μπορούσε να προχωρήσει το 2021.
Δημοσιονομικά
H S&P’s αναφέρει ότι η πανδημία διέκοψε το πρόσφατο ιστορικό των πρωτογενών πλεονασμάτων που επιτύγχανε η Ελλάδα, και μάλιστα ξεπερνώντας τους στόχους, μετά τη μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή που ακολούθησε τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2010. Εκτιμά έφετος το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα διαμορφωθεί στο 6,9% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με έλλειμμα 9,7% το 2020. Ωστόσο, προσθέτει ότι λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του 2020 η απαίτηση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, ανεστάλη.
Ο προϋπολογισμός της Ελλάδας για το 2021 στοχεύει στην υποστήριξη της οικονομικής ανάκαμψης, ιδίως στους τομείς που πλήττονται περισσότερο από την πανδημία. Τα σχέδια περιλαμβάνουν την παροχή κινήτρων για απασχόληση, τη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες και την άρση του φόρου κοινωνικής αλληλεγγύης για ιδιώτες και αυτοαπασχολούμενους.
Χρέος
Λαμβάνοντας υπόψη την αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη και το περιορισμένο δημοσιονομικό έλλειμμα, ο οίκος αναμένει ότι το ακαθάριστο δημόσιο χρέος θα μειωθεί στο 201% περίπου του ΑΕΠ το 2021, από περίπου 206% το 2020, πριν μειωθεί περαιτέρω την περίοδο 2022-2024. Χωρίς τα ταμειακά διαθέσιμα, αναμένει μείωση του καθαρού χρέους της γενικής κυβέρνησης το 2021 περίπου στο 184% του ΑΕΠ -το υψηλότερο μεταξύ όλων των χωρών που καλύπτει- από περίπου 188% του ΑΕΠ το 2020.
Από την άλλη, τονίζει ότι παρά τη σημαντική επιδείνωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου και του δημόσιου χρέους το 2020, η Ελλάδα εισήλθε στην πανδημία με σημαντικά δημοσιονομικά μαξιλάρια. Αυτό αποδεικνύεται από την υποκείμενη δημοσιονομική θέση πριν από την πανδημία (εκτιμάται πλεόνασμα περίπου 2% του ΑΕΠ το 2019), καθώς και από το σημαντικό μαξιλάρι ρευστότητας (εκτιμάται σε περίπου 17% του ΑΕΠ στα τέλη του 2020), που μειώνει σημαντικά τις χρηματοδοτικές ανάγκες. Επιπλέον, αναμένει ότι θα συνεχιστούν οι μεταφορές των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα (SMP/ANFA), παρά τη σημαντική επιδείνωση των δημοσιονομικών επιδόσεων.
Επιπλέον, τονίζει ότι οι αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με την επιλεξιμότητα των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP και ως εγγύηση σε πράξεις επαναγοράς, αποτελούν “κλειδί” για την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές με προσιτά επιτόκια.
Η S&P υπολογίζει στο 1,3% του ΑΕΠ το μέσο κόστος εξυπηρέτησης χρέους στα τέλη του 2020. Αυτό το ποσοστό είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για τις περισσότερες από τις χώρες που αξιολογεί στην επενδυτική βαθμίδα “ΒΒ”. Η μέση ωρίμανση χρέους είναι σχεδόν 20 χρόνια και εκτιμάται ότι αυτό περιορίζει το βάρος παρά τη σημαντική αύξηση του χρέους, σημειώνει.
Τράπεζες
Όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, ο οίκος τονίζει ότι έχουν καταγράψει πρόοδο ως προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, που διαμορφώθηκαν στα 58,7 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2020 από περίπου 68 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019 και 107,2 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2016.
Προσθέτει ότι η κυβέρνηση έχει θεσπίσει το πρόγραμμα “Ηρακλής”, το οποίο προβλέπει τη χορήγηση κρατικών εγγυήσεων για τιτλοποιήσεις NPEs ανώτερης εξασφάλισης για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του τραπεζικού συστήματος. Ο οίκος πιστεύει ότι τέτοια μέτρα θα βοηθήσουν την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και θα επιταχύνουν την οικονομική ανάκαμψη, μέσω της εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών.
Σημειώνει ακόμη ότι οι προτάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της κυβέρνησης για δύο ακόμα προγράμματα διευκόλυνσης των τραπεζών για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους αποτελούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Εφόσον οι τρέχουσες συναλλαγές ολοκληρωθούν σύμφωνα με τον προγραμματισμό, εκτιμάται πως ο δείκτης NPE σε όλο το σύστημα θα υποχωρήσει κάτω από το 20% έως τα τέλη του 2022. Ο οίκος προβλέπει, ωστόσο, ότι η συνέχιση της πανδημίας θα αυξήσει τον αριθμό των προβληματικών δανείων.