Η κατάσταση δεν είναι θετική για την Τουρκία στην Ευρώπη. Τη φράση αυτή επέλεξε ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για να σκιαγραφήσει το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στους κόλπους της ΕΕ για την Άγκυρα, μετά από τρεις μήνες άκαρπων προσπαθειών για την έναρξη διερευνητικών επαφών με την Ελλάδα και καθώς η Άγκυρα επιμένει στην τροχιά των κυλιόμενων και κλιμακούμενων προκλήσεων σε Αιγαίο, Κύπρο και Ανατολική Μεσόγειο.
Το τοπίο στις Βρυξέλλες είναι θολό. Η Ευρώπη δεν είναι αποφασισμένη, ενώ φαίνεται να παραμένει διαιρεμένη απέναντι στην Τουρκία. Τα διλήμματα και οι λύσεις είναι παράγωγα του ιδίου πλαισίου. Το μπορεί διευθυντήριο να παραμείνει στα λόγια, προειδοποιώντας την Άγκυρα ή θα αναλάβει δράση, πληγώνοντας το γόητρο του Ταγίπ Ερντογάν με κυρώσεις;
Στην Ευρώπη, ωστόσο, δεν υπάρχουν διλήμματα, αλλά υπερβατικές λύσεις.
Αν η Γερμανία επιλέξει να διατηρήσει το status του μεσολαβητή, τότε Αθήνα και Άγκυρα θα μείνουν με μια πικρή επίγευση από τη Σύνοδο Κορυφής, καθώς θα οδηγούνται σε διαπραγματεύσεις.
Το κλίμα στις Βρυξέλλες
Μεταξύ άλλων, ο Ζοζέπ Μπορέλ δήλωσε, μετά το πέρας του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, ότι οι ηγέτες θα αξιολογήσουν την κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο, αναφορικά με τον ρόλο της Τουρκίας. Έτσι, προσδιορίζεται -όπως όλα δείχνουν- ο χαρακτήρας της συζήτησης ως ενημερωτικός και δύσκολα θα μετεξελιχθεί σε αποφασιστικός ή ακόμα και αν γίνει δεν θα είναι καταλυτικός.
Ορισμένοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν μιλήσει ανοιχτά για κυρώσεις, ενώ άλλοι φαίνεται να έχουν μεταβάλλει τη στάση τους. Ακόμα και το Βερολίνο, φρόντισε να στείλει τα μηνύματά του στην Άγκυρα, όταν επέτρεψε τη νηοψία τουρκικού πλοίου ανοιχτά της Λιβύης.
«Όλα είναι στο τραπέζι» διαμήνυσε για το ενδεχόμενο κυρώσεων στην Τουρκία ο Εκπρόσωπος της Κομισιόν Πέτερ Στάνο. Οι ηγέτες της ΕΕ θα αποφασίσουν ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει η Ένωση απέναντι στην Τουρκία,
«ποια απόφαση θα ληφθεί, ποια μέτρα θα επιβληθούν ή θα αποφασιστούν»
τόνισε ο αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
«Η Τουρκία συνεχίζει με τα βήματα τα οποία οδήγησαν χθες (Δευτέρα) τον ύπατο εκπρόσωπο να δηλώσει ότι δυστυχώς δεν υπάρχουν θετικές εξελίξεις»
σημείωσε δε ο Πίτερ Στάνο.
Αναφορικά με τη Διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο, ανέφερε ότι οι εργασίες «έχουν ξεκινήσει σε τεχνικό επίπεδο», χωρίς ωστόσο να υπάρχουν συγκεκριμένες λεπτομέρειες προς ανακοίνωση.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε νωρίτερα υιοθετήσει ψήφισμα που καλούσε τους ηγέτες να επιβάλλουν αυστηρές κυρώσεις στην Τουρκία για τη συνεχιζόμενη παραβατικότητα της σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ είχε επίσης χρησιμοποιήσει σκληρή γλώσσα απέναντι στην Τουρκία.
Οι προσδοκίες
Οι γνωρίζοντες δεν περιμένουν πολλά από τη Σύνοδο Κορυφής. Η καταγραφή του αρνητικού κλίματος, της δυσαρέσκειας της ΕΕ και μια τεχνική πειθαναγκασμού της Άγκυρας, είναι το πιθανότερο σενάριο. Όπως φαίνεται από τις δηλώσεις του Πήτερ Στάνο, η πολιτική της ΕΕ που χαράσσεται αυτή τη στιγμή βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα: ποια μέτρα θα επιβληθούν ή θα αποφασιστούν. Όπερ σημαίνει ότι η ΕΕ θα μπορούσε να ανακοινώσει την απόφασή της να επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία, ή να τις επιβάλλει.
Τα εργαλεία που διαθέτει η ΕΕ προκειμένου να ασκήσει πίεση στην Άγκυρα είναι πολλά. Δεν προσφέρουν όμως όλα την ίδια “απόλαυση” στην Αθήνα. Αν η ιστορία είναι οδηγός, αυτή δείχνει ότι παραδοσιακά η γερμανική διαπραγματευτική σχολή επιλέγει τους πικρούς συμβιβασμούς.
Η Ευρώπη, δεν θα αξιολογήσει όμως μόνο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και τις ευρωτουρκικές. Η αποχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί ευκαιρία για τον επαναπροσδιορισμό σε ένα ιδιαίτερα ευρύ πεδίο.
Η αντίδραση της Τουρκίας
Η Άγκυρα γνωρίζοντας εξ αρχής ότι το τέλος της γραμμής είναι ο Δεκέμβριος, ακολουθούσε αρχικά παρελκυστική πολιτική επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί το κενό εξουσίας που δημιουργεί στην ανατολική Μεσόγειο η αναδίπλωση των ΗΠΑ και επενδύοντας είτε στην επανεκλογή Τραμπ είτε στην ίδια την αναταραχή του προεκλογικού σκηνικού, επέλεξε να κινηθεί παρελκυστικά ως προς τον διάλογο επιβάλλοντας, ώστε να πιέσει Ελλάδα και Κύπρο να αποδεχθούν διεύρυνση της ατζέντας των διερευνητικών επαφών.
Η Τουρκία θέλει να βελτιώσει τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση στη βάση μιας πλήρους συμμετοχής της σ’ αυτήν, υποστήριξε νωρίτερα ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, προσθέτοντας ότι τα μεταξύ τους προβλήματα μπορούν να λυθούν μόνον αν η ΕΕ ενεργήσει «με κοινή λογική» στη Σύνοδο Κορυφής αυτή την εβδομάδα και πέραν αυτής.
Κεντρικό ζήτημα για την Τουρκία είναι η διάρθρωση του διαλόγου και το πλαίσιο διεξαγωγής του. Η Τουρκία έχοντας μεγαλύτερη επιρροή στο πλαίσιο του NATO επιχειρεί να προσεγγίσει τα ζητήματα στο πλαίσιο της Συμμαχίας.
Σε αυτή τη φάση, ο Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται ότι αποχωρούντος του Ντόναλντ Τραμπ από τον Λευκό Οίκο, γίνεται πιο συζητήσιμος και δεκτικός στις ισορροπίες που προωθούν ΕΕ και η αμερικανική γραφειοκρατία. Σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε εκτιμάται ότι εντάσσεται η αναδίπλωση Ερντογάν προς τις αγορές με την εκ βάθρων αντικατάσταση του οικονομικού επιτελείου.
Η επιστροφή του Oruc Reis στον ναύσταθμο, μπορεί να μην ικανοποίησε την Ελλάδα και να είναι προδήλως προσχηματική, αλλά αποτελεί μέρος ευρύτερης στρατηγικής και δεν απευθύνεται στην Αθήνα αλλά στη Γερμανία και στο διευθυντήριο.
Η στρατηγική της Ελλάδας
Από την άλλη πλευρά, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις επιλέγουν την οδό της ΕΕ. Συνήθως, η ελληνική στρατηγική εμπεριέχει την “αλλαγή θέσεων βασιλιά-πύργου”, ήτοι την ανάδειξη της Ευρώπης ως διαπραγματευτή, θεωρώντας τα ελληνοτουρκικά ως… ευρωτουρκικά. Η στρατηγική αυτή είναι χρονικά ευαίσθητη, καθώς αν συμπέσει με το λάθος φόρτο θεμάτων, θα μπορούσαν τα ελληνοτουρκικά να αποτελέσουν διαπραγματευτικό χαρτί για τους ισχυρούς της Ευρώπης.
Αυτό συνέβη στο μεταναστευτικό και στη Λιβύη, με αποτέλεσμα η παρουσία και ο ρόλος της Ελλάδας να υποτιμηθούν καίρια και καθοριστικά, για την εξέλιξη της αντιπαράθεσης με την Τουρκία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και στις δύο περιπτώσεις αποκλείστηκε από διασκέψεις και οι κινήσεις της ελληνικής διπλωματίας προσεγγίζονταν με μεγάλη επιφυλακτικότητα.
Η Αθήνα, όπως ξεκαθάρισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με συνέντευξη που παραχώρησε στον Alpha, θέτει δύο ζητήματα στο τραπέζι: Κυρώσεις της ΕΕ προς την Άγκυρα, όπως τις έχει σχεδιάσει ήδη η EEAS, μετά από προγενέστερη οδηγία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και εμπάργκο πώλησης όπλων.
Προφανώς η Ελλάδα δεν φιλοδοξεί να πάρει και τα δύο, αλλά βλέπει τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί μια κάποια λύση που θα ενισχύσει πολιτικά την ελληνική κυβέρνηση, ώστε να είναι σε θέση να διαπραγματευτεί με την Άγκυρα, χωρίς να κινδυνεύει με αποσταθεροποίηση. Ήτοι, η ελληνική κυβέρνηση θέλει το σκηνικό να παραπέμπει σε διαπραγματεύσεις μετά από διπλωματική ήττα και πολιτικό πειθαναγκασμό της Άγκυρας.
Η Αθήνα έχει εσχάτως στοχοποιήσει το Βερολίνο, στο οποίο χρεώνει φιλοτουρκική στάση. Η πολιτική έχει πολλαπλούς στόχους: Αφενός επιχειρεί να καταδείξει το εχθρικό περιβάλλον που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στο εξωτερικό, αφετέρου βρίσκει διέξοδο και πλατφόρμα αντιμετάθεσης ευθυνών για την διαφαινόμενη διολίσθηση της διαπραγματευτικής θέσης. Οι διμερείς σχέσεις Αθήνας-Βερολίνου είναι σταθερά επιδεινούμενες σε μια σειρά από μέτωπα, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να μην έχει οικοδομήσει λειτουργική σχέση με την Άγκελα Μέρκελ.