Η απαγγελία κατηγοριών για απάτη, συνωμοσία και υπεξαίρεση κατά του Στιβ Μπανον, πρώην συμβούλου του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και η σύλληψή του μέσα στο ιδιωτικό του γιωτ, αποτελούν είδηση στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, η οποία ωστόσο έχει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις και προεκτάσεις από αυτές που αποδίδονται σε πρώτη ανάγνωση.
Οι σχέσεις Μπανον-Τραμπ είχαν από καιρό διαρραγεί, τουλάχιστον αυτό συμπεραίνεται από την απομάκρυνση του άλλοτε ισχυρού συμβούλου και προέδρου του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, από όλα τα πόστα στον Λευκό Οίκο, την οικειοθελή του αποχώρηση από τη διεύθυνση του ακροδεξιού, συνωμοσιολογικού site Breitbart και την ένταση που δημιουργήθηκε γύρω από το βιβλίο που δημοσίευσε για τον τρόπο λειτουργίας και λήψης αποφάσεων του Ντόναλντ Τραμπ.
Ωστόσο, ο Στιβ Μπάνον, διέβη τον Ατλαντικό και πέρασε στην Ευρώπη, ξεκινώντας “Το Κίνημα”, μια πρωτοβουλία υποστήριξης της ευρωσκεπτικιστικής ακροδεξιάς, με στόχο την αποδυνάμωση και αποσάθρωση της ΕΕ. Το project αυτό, δεν απείχε πολύ από τη στρατηγική Τραμπ που επιχειρεί να απομονώσει μέλη της ΕΕ και να τα οδηγήσει σε συγκρούσεις είτε με την Κομισιόν, είτε με τις χώρες του πυρήνα, στο πλαίσιο της προώθησης διμερών συμφωνιών με τις ΗΠΑ και της διακηρυγμένης βούλησης για αποδυνάμωση της ΕΕ και αναθεώρηση των συμφωνιών σε διακρατικό πλέον επίπεδο.
Οι πρωτοβουλίες του Μπάνον, όμως, δεν βρήκαν το πρόσφορο έδαφος που αρχικά αναμενόταν, πέρα από κάποιες κινήσεις στα Βαλκάνια, οι βορειοευρωπαίοι ακροδεξιοί δεν έδειξαν ιδιαίτερη διάθεση για συνεργασία με τον νοτιοευρωπαίους, αν και κινούνταν σε κοινή κατεύθυνση. Έτσι, η αντιευρωπαϊκή ακροδεξιά παρέμεινε εθνική, με μικρές εξαιρέσεις, οι οποίες όμως δεν είχαν τη δυναμική που απαιτούνταν.
Τελικά, ο Στηβ Μπάνον, βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Ιταλία, όπου είχε ξεδιπλώσει σχέδια για τη μετατροπή μιας παλιάς μονής σε σχολείο “λαϊκιστικής πολιτικής”, για την οποία τελικά έλαβε και άδεια, μετά από δικαστικές περιπέτειες.
Συνεπώς, η δίωξη του Μπανον για συνωμοσία, απάτη και υπεξαίρεση δεν θα έχει αντίκτυπο μόνο στην αμερικανική πολιτική σκηνή, αλλά ευρύτερο, καθώς ο μηχανισμός συσπείρωσης της ακροδεξιάς ήταν ακόμα εμβρυακός και δεν είχε οικοδομηθεί επαρκώς, ώστε να μπορεί να αυτονομηθεί, ενώ δεν είναι βέβαιο αν και σε πιο βαθμό έχουν ενεργοποιηθεί οι δίαυλοι επικοινωνίας με τις ΗΠΑ
Η δίωξη
Ο Στιβ Μπάνον συνελήφθη στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Είχε προηγηθεί η καταδίκη του για εξαπάτηση εκατοντάδων χιλιάδων δωρητών κατά την on line εκστρατεία συγκέντρωσης χρημάτων από την κυβέρνηση Τραμπ, στο πλαίσιο της καμπάνιας: «Χτίζουμε το Τείχος» [στα σύνορα με το Μεξικό].
O Μπάνον και τρία ακόμη άτομα – Μπράιαν Κόλφετζ, Αντριου Μπαντολάτο και Τίμοθι Σι – τα οποία επίσης συνελήφθησαν την Πέμπτη, 20 Αυγούστου, «οργάνωσαν ένα σχέδιο» και εξαπάτησαν εκατοντάδες χιλιάδες δωρητές στη διάρκεια της εκστρατείας κατά την οποία συγκεντρώθηκαν 25 εκατομμύρια δολάρια, ανακοίνωσαν οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς στο Μανχάταν.
Ο Μπάνον, χρησιμοποιώντας μια μη κερδοσκοπική οργάνωση την οποία ήλεγχε, είχε εισπράξει περισσότερα από ένα εκατομμύριο δολάρια, τα οποία ως επί το πλείστον χρησιμοποίησε για να καλύψει προσωπικά του έξοδα, προσθέτει το DoJ σε ανακοίνωσή του. Εκπρόσωπος του Μπάνον δεν απάντησε σε αίτημα της εφημερίδας Guardian για σχολιασμό. Ο επικεφαλής των ομοσπονδιακών επιθεωρητών, Φίλιπ Μπάρτλετ, δήλωσε ότι «όχι μόνον είπαν ψέματα στους δωρητές, αλλά έφτιαξαν σχέδιο για να κρύψουν την παράνομη είσπραξη των χρημάτων, δημιουργώντας πλαστούς λογαριασμούς και τιμολόγια για να ξεπλύνουν τις δωρεές και να συγκαλύψουν τα εγκλήματά τους, μη σεβόμενοι τον νόμο ή την αλήθεια».
Ο Μπάρτλετ πρόσθεσε πως
«αυτή η υπόθεση θα πρέπει να χρησιμεύσει ως προειδοποίηση σε άλλους απατεώνες ότι κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου, ούτε καν ο ανάπηρος βετεράνος πολέμου ή ο εκατομμυριούχος πολιτικός σύμβουλος».
Σημειώνεται ότι η καμπάνια «Χτίζουμε το Τείχος» ξεκίνησε το 2018 από τον συλληφθέντα επίσης σήμερα βετεράνο στρατιωτικό, Μπράιαν Κόλφετζ, ο οποίος χαρακτήριζε όσους περνούσαν τα νότια σύνορα χωρίς νόμιμα χαρτιά ως «τρομοκράτες» και «διακινητές ναρκωτικών» και κατηγορούσε τους επικριτές του Τείχους ως «συνεργάτες των καρτέλ».
Οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς υποστηρίζουν ότι ο βετεράνος στρατιωτικός «κατ’ επανάληψη και ψευδώς διαβεβαίωσε το κοινό ότι δεν θα πάρει δεκάρα ως μισθό ή αποζημίωση» και ότι «το 100% των χρημάτων που μαζεύτηκαν … θα χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση της αποστολής και του στόχου μας». Ωστόσο, αυτό δεν τον εμπόδισε να «πάρει κρυφά για προσωπική του χρήση περισσότερα από 350.000 δολάρια που είχαν προσφέρει οι δωρητές για το Τείχος».