Ενδείξεις και στοιχεία που καταδεικνύουν διάχυση του αποκλιμακούμενου γεωπολιτικού κινδύνου στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας, αναδεικνύονται και επιβεβαιώνονται τις τελευταίες ημέρες, καθώς η κυβέρνηση επιχειρεί να καλύψει επικοινωνιακά τα νώτα της, καθώς προετοιμάζεται για εφ’ όλης της ύλης διάλογο με την Τουρκία.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης αρχικά να προλάβει την εσωτερική διασπορά των δηλώσεων του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού, Αλέξανδρου Διακόπουλου, σύμφωνα με τον οποίον το Oruc Reis έχει πραγματοποιήσει έρευνες και ως εκ τούτου έχει εμπράκτως αμφισβητήσει την ελληνική υφαλοκρηπίδα, δεν απέδωσε τους αναμενόμενους καρπούς, στο εσωτερικό.
Εν συνεχεία, όπως ήταν αναμενόμενο, ενεργοποιήθηκε ο μηχανισμός ενεργητικής επικοινωνιακής διαχείρισης, με την ανάδειξη άλλων, πτυχών της κρίσης στην ανατολική Μεσόγειο, εστιάζοντας στο περιστατικό της “επακούμβησης” του Λήμνος με την Oruc Reis, καθώς και με την επαναπροώθηση της διαρροής για τον διάλογο του υπουργού Εθνικής Άμυνας, Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τον κυβερνήτη της ελληνικής φρεγάτας.
Οι ειδήσεις αυτές κατάφεραν, μεν, να αλλάξουν -με την επικούρηση από συγκεκριμένα media- την ημερήσια ατζέντα και στα social media, καθώς ανέδειξαν από τη μια φωτογραφία του “λαβωμένου” τουρκικού σκάφους και από την άλλη τον πανηγυρισμό της κυβέρνησης για τη σκληρή απάντηση του πολεμικού ναυτικού. Αμφότερες οι ειδήσεις αυτές, στόχο είχαν να ενεργοποιήσουν τα εθνικά αντανακλαστικά, δρώντας συσπειρωτικά για το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και την κυβέρνηση.
Παράλληλα, όμως, αποκαλύφθηκε ότι η φωτογραφία της “λαβωμένης” φρεγάτας Kemal Reis, είχε πρώτα δημοσιευθεί στην ακροδεξιά εφημερίδα stoxos.gr και εν συνεχεία στην “Καθημερινή”, με την τελευταία να τη χαρακτηρίζει “ντοκουμέντο”. Εγείρονται, συνεπώς, εύλογα ερωτηματικά για την επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης, τη διολίσθηση έγκριτων και έγκυρων εφημερίδων και τα μηνύματα που στέλνονται στην Άγκυρα, την ΕΕ και το Βερολίνο.
Οι δηλώσεις Διακόπουλου
Στις δηλώσεις του, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας ξεκαθάρισε ότι:
«Δεν υπάρχει ολίγον έγκυος. Εφόσον έχει μπει και έχει κάνει έρευνα έστω και μισής ώρας, έχει κάνει την έμπρακτη αμφισβήτηση».
Ο σύμβουλος του πρωθυπουργού επιχείρησε να ανασκευάσει μερικώς τις δηλώσεις του, απευθυνόμενος στο εσωτερικό ακροατήριο, όμως,
«Για να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις θα ήθελα να διευκρινίσω τα εξής, αναφορικά με τις πρωινές μου δηλώσεις στον τηλεοπτικό σταθμό OPEN. Καταρχάς, σημείωσα ότι δεν θα αναφερθώ στην τακτική κατάσταση και ότι αυτή δεν είναι η αρμοδιότητά μου.
Ως εκ τούτου, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι η αναφορά μου αφορούσε «προσπάθεια» ερευνών, σύμφωνα και με τους τουρκικούς ισχυρισμούς, όχι όμως, «πραγματοποίηση», με προφανή στόχο την επίδειξη σημαίας στην περιοχή της παράνομης τουρκικής NAVTEX.
Διευκρίνισα επίσης πως επιχείρησε να διεξάγει έρευνες και διέκοψε, εφόσον εξαρχής ο πραγματικός στόχος της Τουρκίας δεν ήταν η πραγματοποίηση σεισμικών ερευνών. Η Ελλάδα έχει τη στρατηγική και διπλωματική πρωτοβουλία και διαμορφώνει τις εξελίξεις με τις κινήσεις της».
Όπως έχει εξ αρχής επισημάνει το Crisis Monitor, ζήτημα δεν γεννάται από το πρώτο σκέλος των δηλώσεων του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, ήτοι με την ικανότητα ή όχι του Oruc Reis να πραγματοποιήσει αποτελεσματικές έρευνες, αλλά με το δεύτερο, στο οποίο αναγνωρίζει την έμπρακτη αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας. Μάλιστα, αυτό το κάνει σε δύο σκέλη, καθώς στη συνέχεια επισημαίνει ότι η Ελλάδα διαφορετικά αντιδρά δυτικά και διαφορετικά ανατολικού του 28ου Μεσημβρινού. Ο αντιναύαρχος εα Αλέξανδρος Διακόπουλος, ξεκαθάρισε μάλιστα ότι το συγκεκριμένο τμήμα της υφαλοκρηπίδας δεν καλύπτεται από διεθνείς συμβάσεις ή συμφωνίες, όπως δυτικότερα αυτό που οριοθετήθηκε από τη συμφωνία με την Αίγυπτο και ως εκ τούτου έχει διαφορά στον νομικό και προφανώς στον στρατιωτικό χειρισμό.
Είναι λοιπόν προφανές, ότι η Αθήνα επιχειρεί να στείλει μηνύματα σε Άγκυρα και Βρυξέλλες, ενώ παράλληλα θέλει να περιορίσει το πολιτικό κόστος στο εσωτερικό. Φοβούμενη, μάλιστα, “ανταρσία” από την ακροδεξιά, που ενσωμάτωσε -εκ νέου- μετά την αποδόμηση της Χρυσής Αυγής, η Νέα Δημοκρατία θέλει πάσει θυσία να διατηρήσει τη συνοχή σε κομματικό επίπεδο, μέχρις ότου είναι σε θέση να επιβάλλει όρους πολιτικής συναίνεσης.
Αντιδράσεις και διαχείριση
Αν και ακόμα το format του διαλόγου και η κατάληξή του δεν μπορούν να προβλεφθούν με βάση τις δημοσίως διαθέσιμες πληροφορίες, εν τούτοις, τόσο το ενδεχόμενο γερμανικής επιδιαιτησίας, όσο και η προοπτική προσφυγής, εν τέλει, στη Χάγη με ατζέντα τύπου “babuska”, προκαλούν από προβληματισμό και ανησυχία για την απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων, έως εθνικιστικές εξάρσεις.
Η Δεξιά κυβέρνηση της Ελλάδας, αν και διαθέτει ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, βασίζεται σε έναν αρκετά συμπαγή και σκληρό στα εθνικά θέματα πυρήνα, ο οποίος δύσκολα θα αποδεχόταν οποιαδήποτε συμφωνία με την Τουρκία, ιδιαίτερα αν αυτή δεν περιλαμβάνει συμφωνία για άρση του Casus Beli στο Αιγαίο και την απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων από την Κύπρο.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Economist, το Politico και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι προειδοποιούσαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη για τις επιρροές της ακροδεξιάς εντός του κόμματός του, ζητώντας του, εξ αρχής, να δαπανήσει πλεονάζον πολιτικό κεφάλαιο για να τους αντιμετωπίσει. Αντιθέτως, ο Έλληνας πρωθυπουργός επέλεξε να συμπεριφερθεί στην ακροδεξιά ως “κεφλαιακό απόθεμα” συντηρώντας τους, εντός του κόμματος και της κυβέρνησης.